Οι CREMATE επιστρέφουν τρεις δεκαετίες μετά, όχι από νοσταλγία αλλά από καθαρή ανάγκη για έκφραση. Το νέο τους EP “Ready to Fight” ξαναζωντανεύει παλιά κομμάτια, φέρνει νέο υλικό και αποτυπώνει με ωριμότητα το ίδιο πάθος που τους
γέννησε στα ’90s. Από τα πρώτα χρόνια της αθηναϊκής underground σκηνής, τις κασέτες και τα τετρακάναλα, μέχρι τη συνεργασία με τη Wormholedeath Records, οι CREMATE μιλούν για όλα: τη διακοπή λόγω στρατού, την επανένωση του αρχικού πυρήνα, τον καθοριστικό ρόλο του Άκη Πάστρα στην παραγωγή, το mastering του Γιώργου Νεράντζη, αλλά και τη συμμετοχή του Μάριου Ηλιόπουλου (Nightrage). Το “Ready to Fight” δεν είναι απλώς μια επιστροφή — είναι μια δήλωση συνέχειας, πίστης και αληθινής δημιουργίας.
Καλώς ήρθες στο Metalourgio! Οι CREMATE επιστρέφουν μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες με το “Ready to Fight”. Πώς ξεκίνησε αυτή η επιστροφή και πότε ένιωσες ότι είχε έρθει η στιγμή να επανενεργοποιηθεί η μπάντα;
Όλα ξεκίνησαν πολύ αυθόρμητα, χωρίς να υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο πλάνο. Με τον Γιώργο (drums) είμαστε μαζί από το Λύκειο, εκεί όπου γεννήθηκαν οι CREMATE. Όταν μπήκε και ο Άκης (κιθάρα), και έχει την ίδια τρέλα, ένιωσα ότι τώρα είναι η στιγμή. Είχαμε την όρεξη, την εμπειρία και τη διάθεση να το στήσουμε σωστά, με σεβασμό στο παρελθόν αλλά και με φρέσκια ματιά. Έτσι ξεκίνησε όλο αυτό, απλά και φυσικά, σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Στις αρχές των ’90s, η ελληνική σκηνή είχε ήδη αφήσει τα πρώτα της σημάδια με ονόματα όπως οι Flames, Septicemia, Death Courier, Piranha και οι τότε νεοσύστατοι Acid Death και Horrified — μπάντες που έπαιζαν death και thrash πριν ακόμη υπάρξει πραγματική “σκηνή”. Μέσα σ’ εκείνη την εποχή, χωρίς ίντερνετ και δισκογραφία να στηρίζει, τι σήμαινε στην πράξη να ξεκινάς μια μπάντα στην Αθήνα του ’91;
Η πλάκα είναι πως ανέφερες πολλές από τις μπάντες που παίξαμε τότε μαζί, και ήμασταν φίλοι φυσικά. Ήταν μια πολύ δεμένη εποχή, χωρίς ανταγωνισμό, μόνο μουσική και παρέα. Ήταν πολύ δύσκολο, αλλά ταυτόχρονα και πολύ αληθινό. Δεν υπήρχε ίντερνετ, δεν υπήρχαν μέσα να σε προωθήσουν, ούτε καν εύκολος τρόπος να βρεις εξοπλισμό. Ό,τι κάναμε, το κάναμε με πάθος και με τα χέρια μας. Αν ήθελες να γράψεις ένα demo, έπρεπε να βρεις κάποιον γνωστό που είχε τετρακάναλο ή να κάνεις «μαγικά» με κασέτες. Ήταν εποχή που αν ήθελες να φτιάξεις μπάντα, έπρεπε πρώτα να έχεις παρέα, όχι likes.
Από τα πρώτα σας riffs μέχρι το “End of Time”, υπήρχε αυτός ο ζεστός, αναλογικός ήχος. Τι κρατάς απ’ εκείνη τη νοοτροπία σήμερα; Τι παραμένει ίδιο μέσα σου, όσο κι αν έχουν αλλάξει οι συνθήκες;
Αυτό που κρατάω περισσότερο είναι ο τρόπος που σκεφτόμασταν τότε. Δεν υπήρχε «παραγωγή», «plug-ins», ούτε το «να το φτιάξουμε μετά». Ό,τι έπαιζες, έπρεπε να το νιώθεις και να το γράψεις όπως το ένιωθες. Εκείνη η αυθεντικότητα, αυτό το «να το παίξουμε, όχι να το διορθώσουμε», έχει μείνει μέσα μου μέχρι σήμερα.
Μετά το ’96 ακολουθεί σιωπή και, πολλά χρόνια μετά, επιστροφή — χωρίς φανφάρες, αλλά με ουσία. Τι ήταν αυτό που σας έκανε να ξαναμπείτε στη διαδικασία; Ήταν νοσταλγία, ανάγκη ή απλώς ήρθε η ώρα να γίνει;
Νομίζω πως ήταν λίγο απ’ όλα. Δεν ξεκινήσαμε λέγοντας «πάμε να το ξανακάνουμε», απλώς ήρθε φυσικά. Ξεκίνησε με ένα μήνυμα, μια κουβέντα και σιγά-σιγά άρχισε να ξυπνάει αυτό που είχαμε αφήσει πίσω. Δεν το κάναμε από νοσταλγία, αλλά από ανάγκη να εκφραστούμε ξανά με αυτόν τον ήχο, με αυτή την ενέργεια. Ήρθε η ώρα, όπως λες. Κι αυτή τη φορά το κάναμε πιο ώριμα, χωρίς πίεση, χωρίς άγχος, απλώς για να το χαρούμε. Και νομίζω αυτό ακούγεται και στο “Ready to Fight”.
To “Ready To Fight” ξαναπιάνει παλιά κομμάτια, αλλά και φέρνει νέο υλικό. Πώς προέκυψε η ανάγκη να τα ξαναδουλέψετε από την αρχή; Ήταν θέμα ήχου ή εσωτερικής ανάγκης να τα ξαναζωντανέψετε;
Όλα ξεκίνησαν για πλάκα, όταν έπιασα το “Die As You Lived” από το demo, για να δω πώς μπορώ να το φέρω σε έναν πιο σύγχρονο ήχο. Εκεί άρχισα να πειραματίζομαι πολύ και το έφερα σε ένα στάδιο όπου το άκουσε ο Γιώργος, και από εκεί ξεκίνησαν όλα. Μετά πήγα στο “Human” και στη συνέχεια στο “Cerebral Pain”. Όταν τελείωσαν αυτά τα τρία, είχα λυθεί δημιουργικά και έτσι έγραψα το “Ready to Fight”. Οπότε, η σειρά των κομματιών όπως είναι στο CD είναι ακριβώς και η σειρά που γράφτηκαν.
Το “Human” προέρχεται από το “Another Pain Born”, αλλά δεν το κρατήσατε όπως ήταν — άλλαξε ρυθμό, δομή και απέκτησε πλήκτρα, ατμόσφαιρα και νέο τίτλο. Γιατί αποφασίσατε να το ξαναγράψετε με τόσο διαφορετικό τρόπο; Ο νέος τίτλος δηλώνει απλώς την αλλαγή ή φέρνει και κάτι νέο στη σημασία του κομματιού;
Η πρώτη σκέψη και η βασική ήταν πως, μαζί με το “Cerebral Pain”, είχε μαζευτεί πολύς πόνος στους τίτλους, χαχαχα. Δεν ξέρω πώς μου είχε «ξεφύγει» αυτό στο demo. Το άλλαξα σε “Human” γιατί είναι πιο προσωπικό, πιο ανθρώπινοι οι στίχοι, και ο τίτλος ταιριάζει περισσότερο. Δεν έχει να κάνει με το μουσικό θέμα, αλλά με το συναίσθημα που κουβαλάει.
Μετά το “Enchanting Black Recess” το 1995, η πορεία των CREMATE σταμάτησε απότομα. Τι συνέβη τότε και πώς φτάσατε τελικά στη σημερινή μορφή της μπάντας, με εσένα και τον Γιώργο να κρατάτε τον πυρήνα;
Το μεγάλο εμπόδιο ήταν ο στρατός. Δεν μπορούσα να πάρω τρίτη αναβολή, έπρεπε να πάω. Και μάλιστα είχαμε ήδη ξεκινήσει να γράφουμε τα καινούρια μας κομμάτια για το επόμενο CD και είχαμε κανονίσει με την εταιρεία. Όλα διακόπηκαν απότομα, έκοψα και το μαλλί, εκνευρίστηκα, εκνευρίστηκα ακόμα περισσότερο στον στρατό, και μετά το άφησα εκεί όλο αυτό. Βασικά με τον Γιώργο δεν χαθήκαμε ποτέ όλα αυτά τα χρόνια, και όταν ξαναδουλέψαμε το “Die As You Lived” μαζί, ξαναδεθήκαμε με αυτόν τον σκοπό: να ξανακάνουμε τους CREMATE.
Στη σημερινή μορφή των CREMATE συμμετέχει ο Άκης Παστράς στις κιθάρες, ένας μουσικός που δεν είχε ζήσει την πρώτη εποχή της μπάντας. Πώς επηρέασε η παρουσία του την επανεκτέλεση του παλιού υλικού και τη διαμόρφωση του “Ready to Fight”;
Να το πω απλά, χωρίς τον Άκη δεν θα είχε βγει ποτέ αυτό. Δεν νομίζω ότι θα κυκλοφορούσε — θα ήταν απλά ένα demo για εμάς να το δώσουμε σε κάποιους φίλους. Όταν το άκουσε, είπε: «Θα παίξω τις κιθάρες». Έκατσε, τις έγραψε, έβαλε τις δικές του ιδέες πάνω στις ίδιες νότες — δεν άλλαξε τις νότες. Έβαλε διαφορετικό παίξιμο, το δικό του συναίσθημα, άλλαξε λίγο από εδώ τα riff, το έφερε από εκεί, στα δικά του στάνταρ και ανέβασε όλο το αποτέλεσμα… και δεν φτάνει αυτό. Μετά είπε: «Θα κάτσω να το μιξάρω ΟΛΟ». Αν εγώ και ο Γιώργος είμαστε το 50%, το άλλο 50% είναι δικό του σε όλο αυτό!
Το “Ready to Fight” κυκλοφορεί μέσω της Wormholedeath Records — κάτι που σας ξανασυνδέει με δισκογραφική μετά από τριάντα χρόνια. Πώς ήρθε αυτή η πρόταση και τι ήταν αυτό που σας έκανε να εμπιστευτείτε τη συνεργασία;
Ήταν ο τρόπος που μας πλησίασε και έδειξε ότι το ήθελε πραγματικά. Δεν ήταν απλώς ένα τυπικό ενδιαφέρον — φαινόταν ότι του άρεσε αυτό που άκουσε και ότι ήθελε να το στηρίξει. Και πέρα από αυτό, υπήρχαν κι άλλες λεπτομέρειες σε όλη τη διαδικασία που μας έδειξαν ότι υπάρχει οργάνωση και προοπτική μέσα από αυτή την εταιρεία.
Η παραγωγή και η μίξη έγιναν από τον Άκη Παστρά στο 3rdilab Station, ενώ το mastering υπογράφει ο Γιώργος Νεράντζης. Πώς κύλησε η συνεργασία με δύο ανθρώπους που ανήκουν στη νέα γενιά του ελληνικού metal ήχου;
Ο Άκης έκανε θαύματα με τον ήχο. Έκανε τρομερή δουλειά. Είναι απίστευτο αυτό το παιδί — οι γνώσεις του πάνω στη μίξη και στον ήχο είναι τεράστιες. Και μετά ήρθε ο Γιώργος Νεράντζης, που δεν τον ήξερα καν — ήταν γνωστός του Άκη από προηγούμενες δουλειες τους. Και ο άνθρωπος το πήγε αλλού, απογείωσε τη μίξη. Χωρίς αυτούς τους δύο, και ειδικά χωρίς τον Άκη, δεν θα υπήρχαν οι CREMATE όπως τους ακούτε σήμερα. Θα ήταν κάτι πολύ πιο κάτω — για να μην πω χειρότερο, χαχα.
Θυμάσαι τη στιγμή που άκουσες για πρώτη φορά το “Ready to Fight” ολοκληρωμένο, μετά το mastering; Πώς ήταν να το ακούς τελειωμένο, ύστερα από όλη αυτή τη διαδρομή;
Ναι, τη θυμάμαι πολύ καλά. Ήταν ένα περίεργο συναίσθημα, γιατί από τη μία ήξερα κάθε σημείο του άλμπουμ, είχα ζήσει όλη τη διαδικασία από την αρχή, και από την άλλη, όταν το άκουσα τελειωμένο, ήταν σαν να το άκουγα πρώτη φορά. Είχε τόση δύναμη και καθαρότητα που με έκανε να ανατριχιάσω. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι όλος ο κόπος, ο χρόνος και οι δυσκολίες άξιζαν πραγματικά. Ένιωσα μια δικαίωση, αλλά και μια ηρεμία — σαν να έκλεισε ένας κύκλος και να άνοιξε ένας καινούργιος. Ήταν μια στιγμή που χαμογελούσα σαν ηλίθιος και δάκρυσα σαν μικρό παιδάκι. Δεν το πίστευα, χαχα.
Το “Ready to Fight” ολοκληρώθηκε σε βάθος τριών ετών. Πιστεύεις ότι αυτός ο χρόνος λειτούργησε τελικά υπέρ του αποτελέσματος; Άλλαξε κάτι στη μουσική ή στη δική σας οπτική μέσα σε αυτή τη διαδρομή;
Απολύτως, ο χρόνος αυτός λειτούργησε υπέρ του αποτελέσματος. Είχαμε την πολυτέλεια να μην βιαζόμαστε, να δουλέψουμε κάθε κομμάτι με ηρεμία και να το φέρουμε εκεί που θέλαμε. Φυσικά, μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια αλλάξαμε κι εμείς ως άνθρωποι και μουσικοί. Η οπτική μας ωρίμασε, έγιναν κάποιες μικρές προσαρμογές στη σύνθεση και στον ήχο, αλλά όλα αυτά βοήθησαν να βγει κάτι πιο ολοκληρωμένο και αληθινό. Αν το είχαμε κάνει γρήγορα, σίγουρα δεν θα είχε την ίδια δύναμη και ψυχή.
Στο “Ready to Fight” συμμετέχει ο Μάριος Ηλιόπουλος (Nightrage) με ένα χαρακτηριστικό solo. Πώς προέκυψε η ιδέα της συνεργασίας και τι ήθελες να εκφράσει μέσα στο κομμάτι αυτό το συγκεκριμένο σημείο;
Καταρχάς, τον Μάριο τον γνωρίζουμε από την εποχή των Exhumation. Έχουμε δώσει δύο συναυλίες μαζί — Αθήνα και Θεσσαλονίκη, γύρω στο 1994–1995. Αλληλογραφούσαμε τότε και βοηθούσαμε ο ένας τον άλλον. Πέρασαν τα χρόνια, φυσικά, και μείναμε φίλοι στα social. Όταν «κολλήσαμε» στο “Ready to Fight”, γιατί ο Άκης δεν ήθελε με τίποτα να ακουμπήσει τα σόλο, έστειλα μήνυμα στον Μάριο και του λέω: «Θέλεις να τα ακούσεις; Αν σου αρέσει, παίξε». Του άρεσε πολύ, έγραψε τρία απίστευτα σόλο και απογείωσε το κομμάτι. Τα συγκεκριμένα σημεία ήθελα να είναι γεμάτα ένταση και συναίσθημα, να προσθέτουν διαφορετική χροιά χωρίς να αλλάζει η ουσία του τραγουδιού, και ο Μάριος το απέδωσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Τον ευχαριστούμε θερμά για όλο αυτό που έκανε για εμάς, χωρίς κανένα λόγο ή συμφέρον.
Στο “Ready to Fight” ο ήχος κρατά την επιθετικότητα του παλιού υλικού, αλλά ανοίγει χώρο για πλήκτρα και πιο σκοτεινές, πολυεπίπεδες ατμόσφαιρες — κάτι που δεν υπήρχε στα ’90s. Πώς αποφασίσατε να μπουν αυτά τα νέα στοιχεία χωρίς να χαθεί ο χαρακτήρας του death/thrash ήχου σας;
Η βασική μας προσέγγιση ήταν να σεβαστούμε τον πυρήνα του ήχου μας. Δεν θέλαμε να αλλάξουμε τον χαρακτήρα του death/thrash, αλλά να προσθέσουμε στοιχεία που θα τον εμπλούτιζαν και θα έδιναν νέα διάσταση στα κομμάτια. Τα πλήκτρα και οι πιο σκοτεινές ατμόσφαιρες μπήκαν εκεί που ένιωθαν φυσικά, για να δημιουργήσουν ένταση και βάθος, χωρίς να αποσπάσουν την προσοχή από το βασικό riff και την επιθετικότητα. Ήταν θέμα ισορροπίας, πειραματισμού και καλής συνεργασίας στο στούντιο, ώστε όλα να ταιριάξουν αρμονικά.
Όταν ακούς σήμερα το “Ready to Fight” από την αρχή ως το τέλος, τι είναι αυτό που σε αγγίζει περισσότερο; Ο ήχος, οι στίχοι ή η αίσθηση ότι κάτι που ξεκίνησε τριάντα χρόνια πριν βρήκε επιτέλους τη θέση του;
Αυτό που με αγγίζει περισσότερο είναι η συνολική αίσθηση ότι όλη αυτή η διαδρομή ολοκληρώθηκε. Ναι, ο ήχος είναι δυνατός και οι στίχοι έχουν βάθος, αλλά το πιο συγκινητικό είναι ότι κάτι που ξεκίνησε πριν τριάντα χρόνια, με όλες τις δυσκολίες και τις καθυστερήσεις, τελικά βρήκε τη θέση του. Ακούγοντας το ολοκληρωμένο, νιώθω ότι όλα όσα κάναμε τότε και όλα όσα κάναμε τώρα ενώθηκαν σε κάτι ολοκληρωμένο και ζωντανό. Και όλα αυτά έγιναν χωρίς να αντιγράφουμε κάποιον και χωρίς να είναι ολόιδιο με ό,τι κάναμε το 1990. Αυτές οι δύο προτεραιότητες ήταν βασικές για εμάς από την αρχή.
Στο νέο σας EP, το πρώτο πράγμα που ξεχωρίζει είναι το εξώφυλλο — ιδιαίτερα χαρακτηριστικό. Πώς προέκυψε η επιλογή του; Τι συμβολίζει για εσένα και ποιος το δημιούργησε;
Το εξώφυλλο επιμελήθηκε εξ ολοκλήρου ο Οkim Tulal. Δεν του έδωσα καμία οδηγία — άκουσε τα κομμάτια και δημιούργησε αυτό που βλέπετε. Μάλλον θα έπρεπε να του είχα δώσει και τους στίχους, γιατί δεν μιλάνε για πόλεμο, χαχαχα. Παρ’ όλα αυτά, όταν ακούς τον τίτλο “Ready to Fight”, καταλαβαίνεις γιατί το εξώφυλλο «βγαίνει» έτσι στο μυαλό. Το αποτέλεσμα είναι απλώς εκπληκτικό, ξεπέρασε κάθε φαντασία μας, και του πήρε πάνω από ενάμιση χρόνο για να το ολοκληρώσει. Πραγματικά, πρέπει να δείτε και τη δουλειά που έχει κάνει για το CD, το booklet, τα οπισθόφυλλα και τα υπόλοιπα. Αν χρειάζεστε κάποιον για το group σας για να φτιάξει λογότυπα και εξώφυλλα, αυτός είναι ο άνθρωπός σας.
Οι στίχοι του “Ready to Fight” δεν έχουν επιθετικό χαρακτήρα, αλλά μιλούν για αντίδραση και λύτρωση. Πόσο προσωπικοί είναι; Αντικατοπτρίζουν καταστάσεις ή συναισθήματα που κουβαλάς σήμερα;
Το “Ready to Fight”, το ομότιτλο κομμάτι και η πιο άμεση, δυναμική στιγμή του EP, είναι μια πρόσκληση για αντίσταση ενάντια στην καταπίεση — τόσο συναισθηματική όσο και κοινωνική. Πρόκειται για μια προσωπική εξέγερση απέναντι στη χειραγώγηση και τη φθορά, που ισορροπεί θυμό, λύπη και απελευθέρωση. Οι στίχοι είναι πολύ προσωπικοί, αντικατοπτρίζουν καταστάσεις και συναισθήματα που έχω ζήσει και εξακολουθώ να κουβαλάω. Το κομμάτι συνδυάζει επιθετικό thrash με ατμοσφαιρικά, σκοτεινά synths, δημιουργώντας έναν μοναδικό ήχο που είναι ταυτόχρονα σύγχρονος και old-school.
Αν έπρεπε να περιγράψεις τη διαφορά ανάμεσα στους CREMATE του ’93 και του σήμερα με μία φράση, ποια θα ήταν;
Οι CREMATE του ’90 ήταν η ωμή, νεανική έκρηξη της αγάπης μας για το thrash/death, ενώ οι σημερινοί είναι η ωριμότητα και η εμπειρία που φέρνουμε σήμερα πάνω στη μουσική. Δεν βάζω μέσα τα χρόνια που πέρασαν και μεγαλώσαμε, ούτε τα μαλλιά που έπεσαν. Δεν είναι διαφορές αυτές, χαχαχα.
Η ελληνική σκηνή έχει περάσει πολλά κύματα από τα ’90s μέχρι σήμερα — από κασέτες και fanzines, στο Bandcamp και τα social. Πώς τη βλέπεις τώρα; Υπάρχει ακόμη αυτό το underground πνεύμα ή έχει αλλάξει ο τρόπος που λειτουργεί;
Οι ρυθμοί είναι πιο γρήγοροι και τα νέα διαδίδονται αστραπιαία. Το κοινό έχει να διαλέξει ανάμεσα σε 100 συγκροτήματα μέσα σε μία εβδομάδα, οπότε τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά από τότε. Το underground υπάρχει και είναι ζωντανό όσο υπάρχουν πιτσιρικάδες που παίζουν death και thrash και οι νεότεροι που τους ακολουθούν. Υπάρχει, αλλά έχουν αλλάξει οι συσχετισμοί, οι σχέσεις και η αγάπη για αυτό που κάνεις — τόσο σαν μπάντα όσο και σαν οπαδός. Βλέπω κάτι διαφορετικό σήμερα, πιο ψυχρό.
Στα ’90s κυριαρχούσαν τα βινύλια και οι κασέτες. Πώς σου φαίνεται που σήμερα η μουσική φτάνει στους ακροατές μέσα από streaming και playlists — πιο άμεσα, αλλά και πιο φευγαλέα;
Θυμάμαι πολύ καλά πόσο είχα εκνευριστεί όταν το CD ήρθε για να αντικαταστήσει τον δίσκο. Έτσι λέγανε τότε — και σε ένα σημείο το κατάφερε βασικά. Αλλά, τέλος πάντων, όταν είδα την είδηση εκεί, γύρω στα ’90-κάτι, ότι έρχεται αυτό το δισκάκι, ότι θα είναι έτσι, θα παίζει έτσι και θα το διαβάζει λέιζερ, δεν φαντάζεσαι πόσο είχα ξενερώσει, πόσο το μισούσα. Πρέπει να άργησα πολύ να πάρω το πρώτο μου CD, συνέχισα να αγοράζω δίσκους. Το λέω αυτό γιατί τώρα είμαστε εδώ — με mp3, downloads, streaming… Δεν ξέρω πού θα μας πάει σε 30 χρόνια από τώρα. Όλο αυτό προχωράει· δεν μπορώ να το ακολουθήσω πλήρως — συμβαδίζω με αυτά, αλλά δεν φέρνω αντίσταση. Αλλά για να αγοράσεις έναν δίσκο ή ένα CD σημαίνει ότι το θέλεις πραγματικά, ότι αγαπάς αυτό το γκρουπ. Τώρα απλώς κατεβάζεις για πλάκα δέκα releases. Για να τα έχεις απλά στη συλλογή σου — και σε 30 χρόνια, φυσικά, ο σκληρός σου δίσκος με τα mp3 πιθανότατα δεν θα υπάρχει. Πάρε BACK UP, χαχα.
Μετά το “Ready to Fight”, ποιο είναι το επόμενο βήμα; Υπάρχει σχέδιο για άλμπουμ ή δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο στο άμεσο μέλλον;
Υπάρχουν ήδη πέντε έτοιμα κομμάτια. Είναι η συνέχεια του ομώνυμου “Ready to Fight”. Από εκεί, πιάστε το — είναι η συνέχεια. Αυτό έχω να πω. Και όχι, δεν μπορείτε να τ’ ακούσετε ΤΩΡΑ…
Υπάρχουν ήδη σχέδια ή προτάσεις για live; Σκέφτεστε να επιστρέψετε στη σκηνή ή σε κάποιο φεστιβάλ μέσα στο επόμενο διάστημα;
Όχι, δεν υπάρχει τέτοιο σχέδιο, γιατί δεν δημιουργήσαμε τη μπάντα με σκοπό να παίξουμε live. Με τον καινούργιο χρόνο θα δούμε πώς θα κυλήσει όλο αυτό. Σίγουρα δεν θα είναι εύκολο να στηθεί ένα live, με όλα αυτά που υπάρχουν πίσω — δεν είναι όπως τα ’90s, που απλώς ανεβαίναμε, δίνονταν τέσσερα hi-hat, ξεκινούσε το κομμάτι και όποιον πάρει ο χάρος. Δεν γίνεται πια έτσι.
Η ελληνική σκηνή έχει δείξει ξανά δυναμισμό, με νεότερες μπάντες και παραγωγές που στέκουν διεθνώς. Πώς το βλέπεις αυτό ως άνθρωπος που έζησε τις αρχές της; Πιστεύεις ότι πλέον έχει ταυτότητα;
Η ελληνική σκηνή έχει να επιδείξει τεράστιες μπάντες — τόσο τις παλιότερες όσο και τις νεότερες. Μου αρέσει αυτό το νέο αίμα, γιατί δεν αντιγράφουν κανέναν και προσπαθούν να παίξουν το δικό τους στυλ, επηρεασμένοι από όλα τα διαφορετικά ακούσματα που έχουν. Και είστε τυχεροί, εσείς οι νεότεροι. Εμείς τότε τι είχαμε; Ένα Slayer, Megadeth, Sodom, Kreator — αυτά σαν επιρροή.
Αν είχες τη δυνατότητα να ταξιδέψεις με μια μηχανή του χρόνου στο μέλλον, ποια πέντε άλμπουμ, πέντε ταινίες και πέντε βιβλία θα έπαιρνες μαζί σου; Τι θα ήθελες να σε ακολουθεί, ό,τι κι αν αλλάξει γύρω σου;
Τώρα εσύ θέλεις να σκάσω σε 100 χρόνια με δίσκους, VHS κασέτες και βιβλία. Θα γελάει ο κόσμος μαζί μου. Αλλά τέλος πάντων. Όχι απαραίτητα τα «καλύτερα», αλλά αυτά που για μένα έχουν συναισθηματικό βάρος και μου θυμίζουν ό,τι αγαπώ.
Άλμπουμ:
Metallica – Master of Puppets
Slayer – Reign in Blood
Kreator – Coma of Souls
Fear Factory – Demanufacture
Pink Floyd – The Wall (για να έχω και κάτι τελείως διαφορετικό)
Ταινίες:
Blade Runner
The Matrix
The Godfather
Se7en
The Shawshank Redemption
Books:
“1984”
“Ο Μικρός Πρίγκιπας”
“Το Όνομα του Ρόδου”
“Το Άρωμα”
κι ένα «Λούκυ Λουκ» για το ξεκάρφωμα
Κλείνοντας, μετά από τόσα χρόνια, σιωπές, αναμονές και νέες αρχές — τι σημαίνει για σένα σήμερα η λέξη “CREMATE”;
Για μένα σήμερα, οι CREMATE σημαίνουν συνέχεια και πάθος. Δεν είναι απλώς το παλιό συγκρότημα του ’90 ή οι στιγμές που ζήσαμε τότε. Είναι ό,τι έχουμε μάθει αυτά τα χρόνια — η εμπειρία, η δημιουργικότητα, η αγάπη για τη μουσική και η σύνδεση με τους ανθρώπους που μας ακολουθούν. Είναι ένα προσωπικό και συλλογικό ταξίδι ταυτόχρονα, ένα κομμάτι μας που ζει ακόμα και εξελίσσεται.
Πιστεύεις ότι υπάρχει κάτι που θα έπρεπε να αλλάξει στη metal σκηνή σήμερα; Κι αν ναι, τι θα ήταν αυτό;
Νομίζω ότι η σκηνή σήμερα είναι γεμάτη ταλέντο και ιδέες, αλλά ίσως θα έπρεπε να υπάρχει περισσότερη υποστήριξη για τις νέες μπάντες — κυρίως σε επίπεδο συναυλιών και προώθησης. Να μην χάνονται καλές ιδέες μέσα στον όγκο των κυκλοφοριών και της ψηφιακής πληροφορίας. Το underground χρειάζεται χώρο και χρόνο για να αναπτυχθεί, να ανακαλύψει το κοινό του και να δημιουργήσει σχέσεις αληθινές, όπως παλιά. Και να εκλείψει λίγο η ζήλεια και ο φθόνος. Το να κάνει μια άλλη μπάντα μεγαλύτερη επιτυχία από τη δική σου είναι καλό για όλη τη σκηνή, γιατί ανεβάζει το επίπεδο, φέρνει περισσότερο κόσμο και δίνει περισσότερη προσοχή και σε σένα. Μην προσπαθείς να την τραβήξεις κάτω — στήριξέ την, γιατί στο τέλος όλοι κερδίζουν από αυτό.
Η συνέντευξη έγινε από το Διονύση Μεταλλουργό