Μια μπάντα που γεννήθηκε κόντρα στην εποχή της
Η δεκαετία του ’90 ήταν σκληρή για το παραδοσιακό heavy metal. Οι Helloween περνούσαν κρίση, οι Accept είχαν διαλυθεί, οι Manowar μιλούσαν μόνο σε φανατικούς. Στη Σουηδία, το μέλλον έμοιαζε να ανήκει στο μελωδικό death metal — In Flames, Dark Tranquillity, At the Gates. Την ίδια στιγμή, το νορβηγικό black metal κυριαρχούσε στον λόγο των οπαδών. Για πολλούς εκεί έξω, «true» σήμαινε μόνο το ακραίο· όλα τα υπόλοιπα θεωρούνταν παλιομοδίτικα ή γελοία. Ήταν η εποχή που η περιφρόνηση για το «παραδοσιακό» έγινε μόδα από μόνη της, και το heavy/power έμοιαζε να μην έχει καμία θέση.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Oscar Dronjak, μόλις είχε αποχωρήσει από τους Ceremonial Oath, έψαχνε διέξοδο στις κλασικές heavy φόρμες που αγαπούσε. Μαζί του βρέθηκαν ο Jesper Strömblad των In Flames, ο Niklas Sundin και ο Mikael Stanne των Dark Tranquillity. Στα χαρτιά όλοι ανήκαν στο death metal· όμως στις πρόβες έβρισκαν καταφύγιο σε riffs που μύριζαν Judas Priest και Accept. Έτσι γεννήθηκε το πρώτο σπέρμα των HammerFall — ένα σχήμα που κανείς τότε δεν έβλεπε ως «κύρια μπάντα», αλλά όλοι ένιωθαν πως είχε κάτι το ανυπότακτο.
Glory to the Brave (1997): το ξεκίνημα μιας απροσδόκητης πορείας
Στα πρώτα τους live, οι HammerFall δεν είχαν καν δικό τους υλικό. Έπαιζαν διασκευές: Helloween, Judas Priest, Pretty Maids. Ήταν μια πράξη πίστης — να κρατήσουν ζωντανή μια φλόγα που οι περισσότεροι θεωρούσαν σβησμένη. Οι πρώτες τους εμφανίσεις στο τοπικό φεστιβάλ Rockslaget στο Gothenburg το επιβεβαίωσαν: μια μπάντα χωρίς δικά της τραγούδια, που όμως κατάφερνε να κερδίζει το κοινό μόνο με πάθος και κλασικά riffs.
Όταν κυκλοφόρησε το Glory to the Brave το 1997, το σοκ ήταν μεγάλο. Ο Joacim Cans, που είχε ήδη φοιτήσει στο Musicians Institute στο Λος Άντζελες, βρέθηκε στα φωνητικά από καθαρή συγκυρία, αντικαθιστώντας τον Mikael Stanne για ένα live. Η εμπειρία και η τεχνική του έκαναν τη διαφορά: αμέσως φάνηκε ότι ήταν το πρόσωπο που χρειαζόταν το συγκρότημα.
Το άλμπουμ ηχούσε σαν να ερχόταν από άλλη δεκαετία, κι αυτό ήταν η δύναμή του. Για το underground της εποχής, το Glory to the Brave έμοιαζε με μήνυμα από το πουθενά. Στα φανζίνες μιλούσαν για «αναγέννηση» ενός ήχου που όλοι θεωρούσαν ξεχασμένο, ενώ οι tape-traders αντάλλασσαν αντίγραφα σαν να είχαν στα χέρια τους κάτι ιερό. Ένας δίσκος που δεν φοβόταν να υψώσει το λάβαρο του κλασικού heavy την πιο «αντι-metal» δεκαετία.
Από το Legacy of Kings (1998) στο Crimson Thunder (2002): χτίζοντας τα θεμέλια του μύθου
Με το Legacy of Kings το 1998 και το Renegade το 2000, οι HammerFall άρχισαν να οικοδομούν τη δική τους μυθολογία. Δεν ήταν μόνο τα riffs ή οι μελωδίες — ήταν η αισθητική με ιππότες, σταυροφόρους και μάχες που χάρισε στο συγκρότημα τη δική του ταυτότητα.
Το Crimson Thunder του 2002 σφράγισε αυτή τη θέση. Ο δίσκος χάρισε στην μπάντα ένα κομμάτι που ξεπέρασε ακόμη και τα όρια του metal: το Hearts on Fire. Δεν ήταν μόνο συναυλιακός ύμνος· ακούστηκε σε διαφημίσεις και σε αθλητικά events στη Σουηδία, μέχρι και σε τηλεοπτικό σποτ της McDonald’s. Για μια μπάντα με σπαθιά και πανοπλίες, αυτό ήταν σχεδόν σουρεαλιστικό. Αλλά έδειξε πόσο μακριά μπορούσε να αντηχήσει η μουσική τους.
Όταν αλλάζουν οι άνθρωποι, αλλά μένει το όραμα
Καμιά πορεία δεν κρατά δεκαετίες χωρίς απώλειες και ρήγματα. Οι HammerFall το έμαθαν από νωρίς. Ο Fredrik Larsson, που βρέθηκε μαζί τους στην αφετηρία, αναγκάστηκε να αποχωρήσει πριν καν δει το Glory to the Brave να κυκλοφορεί. Οι προτεραιότητες της ζωής τον κράτησαν μακριά για χρόνια, αλλά η ιστορία τον γύρισε πίσω το 2007 — και μαζί του επέστρεψε ένα χαμένο κομμάτι της αρχικής ισορροπίας.
Ο Stefan Elmgren, κιθαρίστας που στήριξε τον ήχο τους με συνέπεια, είχε δώσει δείγματα από τα πρώτα βήματα, όταν έφτιαχνε μόνος του demo με drum machine. Το 2008 όμως αποφάσισε να ακολουθήσει ένα τελείως διαφορετικό όνειρο, αυτό της αεροπορίας. Η θέση του δεν έμεινε κενή· ο Pontus Norgren μπήκε στο σχήμα και έφερε μαζί του πιο στιβαρό, βαρύτερο ήχο, δίνοντας νέα πνοή.
Κι ύστερα ήρθε το 2014. Ο Anders Johansson, η σταθερή δύναμη πίσω από τα τύμπανα για δεκαπέντε χρόνια, έφυγε απροειδοποίητα. Στη θέση του μπήκε ο David Wallin, φέρνοντας φρεσκάδα και ενέργεια. Ήταν ακόμη ένα ράγισμα στην πανοπλία. Μα ποτέ δεν έσπασε το όραμα. Γιατί οι HammerFall έμαθαν ότι η ταυτότητα μιας μπάντας δεν χάνεται με τις αλλαγές — αν το όραμα μένει αμετάβλητο.
Και μέσα σε όλα αυτά, υπήρχε πάντα και η DIY νοοτροπία. Στις αρχές, οι ίδιοι πουλούσαν τα μπλουζάκια τους στο τραπέζι του merch μετά τα live. «Μας φαινόταν αδιανόητο να βλέπουμε κόσμο να πληρώνει για να φορέσει το λογότυπό μας», έχει πει ο Dronjak. Αυτό το πνεύμα τούς συνόδευε ακόμα κι όταν τα στάδια γέμιζαν.
Infected (2011) και (r)Evolution (2014): στο μεταίχμιο ανάμεσα στον πειραματισμό και την επιστροφή
Το Infected το 2011 ήταν το πιο «ασυνήθιστο» κεφάλαιο της μπάντας. Πιο σκοτεινό, πιο μοντέρνο, με λιγότερη μεσαιωνική εικονογραφία. Ο Joacim Cans το έχει παραδεχτεί: «ήταν ο πιο πειραματικός μας δίσκος».
Δεν άρεσε σε όλους. Μα άνοιξε μια συζήτηση μέσα στην ίδια τη μπάντα για το πού θέλουν να πάνε. Την απάντηση την έδωσαν το 2014 με το (r)Evolution. Ένα άλμπουμ-γέφυρα: ναι, είχαν τολμήσει τον πειραματισμό, αλλά τώρα επέστρεφαν εκεί που ανήκαν. Ήταν σαν να ξανασυστήνονταν στους οπαδούς τους, λέγοντας: «Αυτό είμαστε, αυτό θα συνεχίσουμε να είμαστε».
Hammer of Dawn (2022): γράφοντας μέσα στη σιωπή του κόσμου
Το 2020, η πανδημία πάγωσε τα πάντα. Συναυλίες ακυρώθηκαν, μπάντες έμειναν ανενεργές. Για τους HammerFall, το ερώτημα ήταν: πώς συνεχίζεις όταν ο κόσμος γύρω σου σωπαίνει;
Το Hammer of Dawn γεννήθηκε μέσα σε αυτή τη σιωπή το 2022. Δεν επινόησε ξανά τον ήχο τους· μα ηχούσε σαν χτύπος καρδιάς μέσα στην ερημιά, σαν υπενθύμιση ότι η φλόγα δεν σβήνει επειδή γύρω επικρατεί σκοτάδι. Όπως είπε ο Dronjak, «η ανάγκη να συνεχίσουμε ήταν πιο δυνατή από τις δυσκολίες».
Avenge the Fallen (2024): η συνέπεια ως τελευταία εκδίκηση
Το 2024, οι HammerFall επέστρεψαν στη Nuclear Blast και κυκλοφόρησαν το Avenge the Fallen. Ο Oscar Dronjak ήταν ξεκάθαρος: «γράφω τη μουσική που αγαπώ· το heavy metal δεν γίνεται να το προσποιηθείς».
Ο Joacim Cans το πήγε παραπέρα: «εμείς ακόμα σκεφτόμαστε με όρους δίσκου». Σε μια εποχή που τα περισσότερα συγκροτήματα κυνηγούν το επόμενο single, οι HammerFall συνεχίζουν να βλέπουν τον δίσκο σαν ενιαίο έργο. Και αυτή η επιμονή είναι η πραγματική τους εκδίκηση — απέναντι στο χρόνο και στα trends.
HammerFall σήμερα: θεματοφύλακες μιας φλόγας που δεν έσβησε ποτέ
Τριάντα χρόνια μετά, γιατί έχουν ακόμα νόημα οι HammerFall; Γιατί χωρίς αυτούς, ίσως το power/heavy να είχε μείνει θαμμένο στα ’80s. Το Glory to the Brave δεν ήταν μόνο μια κυκλοφορία — ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για μια δεύτερη άνοιξη του είδους στην Ευρώπη.
Από εκεί και πέρα, οι Blind Guardian ανέβηκαν σε νέα ύψη, οι Gamma Ray και οι Stratovarius βρήκαν πλατύτερο κοινό, οι Edguy βρήκαν χώρο. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι οι HammerFall ήταν οι σπινθήρες που ξανάναψαν τη φωτιά.
Και αυτό φαίνεται μέχρι σήμερα. Από τις αρένες της Ευρώπης ως τη φλεγόμενη Λατινική Αμερική — όπου οι συναυλίες τους έχουν καταγραφεί ως από τις πιο εκρηκτικές της καριέρας τους — οι HammerFall κουβαλούν το ίδιο πάθος. Δεν είναι απλώς μια μπάντα με θεματολογία ιπποτών. Είναι το παράδοξο που έγινε κανονικό: μια ιδέα που ξεκίνησε ως side-project σε μια πόλη γεμάτη death metal και κατέληξε να γίνει θεμέλιο για μια ολόκληρη σκηνή. Το heavy metal των ’90s μπορεί να είχε γυρίσει την πλάτη του στο παρελθόν· όμως οι HammerFall απέδειξαν ότι ό,τι θεωρήθηκε ξεπερασμένο, μπορεί να ξαναγίνει αναγκαίο.
Διονύσης Μεταλλουργός
Άννα Δήμου