Στα χρόνια που το metal φλεγόταν από ταχύτητα και μανία, κάποιοι άκουσαν στο σκοτάδι έναν άλλο ρυθμό· βαρύ, αργό, σαν καμπάνα που αντηχεί μέσα σε έρημο ναό. Από εκεί θα αναδυθεί η ιστορία της μπάντας, που με το πρώτο της άλμπουμ «βάφτισε» ένα ολόκληρο παρακλάδι του metal.
Και κάπως έτσι το ταξίδι ξεκινάει, σαράντα χρόνια πριν, στο Upplands Väsby, ένα προάστιο της Στοκχόλμης, όταν ο Leif Edling, μετά τη διάλυση της πρώτης του μπάντας, Nemesis, δημιουργεί τους Candlemass, στρατολογώντας τον τραγουδιστή Johan Längqvist, τον ντράμερ Matz Ekström, και τους κιθαρίστες Mats “Mappe” Björkman και Klas Bergwall. Έτσι λοιπόν, στα μέσα της δεκαετίας του 80 και ενώ στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, στην περιοχή του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο στην Καλιφόρνια, οι μπάντες ωθούσαν τα ηχητικά άκρα του metal με την ταχύτητα, την ένταση και τον βάναυσο επιθετικό ήχο τους, οι Candlemass, με τις μακρόσυρτες μπασογραμμές, το χαμήλωμα των κιθαρών και το βαρύ πένθιμο πέπλο ενός βαθύ ήχου, έχτιζαν το ναό της βαριάς καταδίκης.
EPICUS DOOMICUS METALICUS

Περίπου δύο χρόνια μετά τη δημιουργία των Candlemass, εν έτη 1986, εγένετο “Epicus Doomicus Metallicus”, το άλμπουμ που θα βαφτίσει και θα καθορίσει αυτό που σήμερα ονομάζουμε epic doom metal. Έρεβος, μυσταγωγία και ο απόλυτος ύμνος της απελπισίας, που θα καθορίσει ένα ολόκληρο μουσικό ιδίωμα, φέρει μόνο ένα όνομα. Solitude. Μάλιστα, σύμφωνα με τον ίδιο το δημιουργό του, Leif Edling, «Αν πρέπει να παίξεις ένα τραγούδι σε κάποιο άτομο που δεν γνωρίζει τους Candlemass, τότε αυτό είναι το “Solitude”».
Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί για αυτό το μαύρο διαμάντι των έξι καρατίων, αλλά αυτά που αξίζει ίσως να υπενθυμίσουμε σαν «ιστορία» από το επικότερο doom metal άλμπουμ είναι τα εξής.
Κυκλοφόρησε στις 10 Ιουνίου 1986 μέσω της Black Dragon Records.
Η ηχογράφηση έγινε στα Thunderload Studios των αδερφών Ragne και Styrbjörn Wahlquist των Heavy Load. Ένα ανήλιαγο υπόγειο (παλιό καταφύγιο πολέμου), τρεις ορόφους κάτω από το έδαφος, υπό τους ήχους του μετρό, κοντά στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και τη θερμοκρασία να πέφτει κατά πολύ υπό το μηδέν, κάτι που σύμφωνα με τον Edling «Ίσως τελικά να βοήθησε στη ζοφερή και doomy ατμόσφαιρα του δίσκου».
Ο Johan Längqvist δεν ήταν μόνιμο μέλος της μπάντας (κάτι που άλλαξε τριάντα δύο χρόνια μετά). Μάλιστα δεν είχε ακούσει ούτε μία νότα από το άλμπουμ που δέχτηκε να ηχογραφήσει, χάρη στη μεσολάβηση ενός γνωστού του Ekström. Ο Längqvist είχε μόλις μία εβδομάδα να δουλέψει μαζί με τα υπόλοιπα μέλη, πριν μπουν στο στούντιο. Αμέσως μετά την ηχογράφηση, ενώ του ζήτησαν να παραμείνει στη μπάντα, εκείνος αρνήθηκε.

Η ιδέα του artwork του άλμπουμ είχε προέλθει από τον πατέρα του Ekström και προϋπήρχε του εξωφύλλου, καθώς οι Candlemass την είχαν τυπώσει σε μπλουζάκια. Το μήνυμα που ήθελαν να περάσουν με το εμβληματικό εξώφυλλο ήταν η σταύρωση του σατανά σε μια προσπάθεια της μπάντας να διαχωρίσει τη θέση της από το black metal και τον σατανιστικό στίχο. H ιδέα δεν ήταν να παρουσιαστεί το εξώφυλλό όπως κυκλοφόρησε, αφού, από λάθος της δισκογραφικής, τα άσπρα σημεία του έπρεπε να ήταν μαύρα και το ανάποδο (κάτι που διορθώθηκε στις μετέπειτα εκδόσεις). Το πρωτότυπο artwork βρίσκεται στο σπίτι του ντράμερ Matz Ekström.
To “Epicus Dumicus Metalicus” ήταν αρχικά εμπορική αποτυχία και πήρε κάποιες απαίσιες κριτικές. Έξι μήνες μετά την κυκλοφορία και με σχεδόν μηδενικές πωλήσεις, η δισκογραφική τους αποφάσισε να παρατήσει τη μπάντα. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Edling, προτού τους απορρίψουν από την Black Dragon, έλαβε ένα γράμμα που τους έλεγαν ότι δεν τους χρωστούσαν δικαιώματα, καθώς το άλμπουμ είχε πουλήσει ελάχιστα. Μέσα στο γράμμα είχαν βάλει και δύο IRC [Διεθνή Κουπόνια Απάντησης] για να κρατήσουν επαφή με την εταιρία, η αξία των οποίων ήταν περίπου πενήντα πένες! Μέχρι το τέλος του 1986, το “Epicus Doomicus Metallicus” άρχισε να πωλείται σε εντυπωσιακές ποσότητες. Σε τέτοιο βαθμό που η Black Dragon αναγκάστηκε να προχωρήσει σε δεύτερη κοπή βινυλίου. Μετά σε τρίτη, σε τέταρτη… και να θέλει πίσω τους Candlemass. Απελπισμένα.
Το ρεφραίν του “Solitude” είναι εμπνευσμένο από το “Buried Alive” των Venom.
Οι στίχοι του “Solitude” οφείλονται σε ένα hangover. Όπως εξηγεί ο Edling, «Συνήθως έγραφα στίχους την Κυριακή, επειδή είχα ελεύθερη τη μέρα και συχνά ήμουν σε χάλια κατάσταση μετά την προηγούμενη βραδιά στην τοπική παμπ. Οι στίχοι αφορούσαν το να νιώθεις χάλια και να θέλεις να πεθάνεις επειδή νιώθεις τόσο χάλια. Αλλά γράφεις κάτι προσωπικό και μετά το πράγμα πάει προς άλλη κατεύθυνση».
Το “Demon’s Gate” είναι βασισμένο στην ταινία τρόμου “The Beyond” του Ιταλού σκηνοθέτη Lucio Fulci.
Το “Crystal Ball” είναι επηρεασμένο από το Lord of the Rings, καθώς ήταν το βιβλίο που διάβαζε εκείνη την περίοδο ο Edling.
Ο ίδιος ο Edling έχει πει για το άλμπουμ: «Το EPICUS ήταν το πρώτο μας, ίσως και το καλύτερο. Δεν έχω ιδέα τι κάναμε εκεί στο στούντιο, βαθιά κάτω από το μετρό της Στοκχόλμης, αλλά δημιουργήθηκε κάποιο είδος μαγείας. Αυτός είναι ένας δίσκος με τον οποίο ευχαρίστως θα ήθελα να με θάψουν»!
Η ιστορία συνεχίζεται κάπου εκεί, μετά την κυκλοφορία του “Epicus Doomicus Metallicus” και βρίσκει τη μπάντα χωρίς τραγουδιστή (όπως αναφέραμε, ο Längqvist είχε μπει ως session τραγουδιστής και δεν είχε κανένα σκοπό να συνεχίσει να συνεργάζεται με τους Candlemass). H μπάντα όμως είχε ήδη κερδίσει την αναγνώριση στην underground σκηνή… Και φτάνουμε στην εποχή του Messiah. O Bror Jan Alfredo Marcolin ή κατά κόσμον Eddie Marcolin (μέχρι το 1986, όπου άλλαξε νόμιμα το μικρό του όνομα από Bror σε Messiah), έχει μόλις αφήσει τους Mercy. Ένας δημοσιογράφος του στέλνει να ακούσει μια κασέτα μιας νέας σουηδικής doom μπάντας, μιας και του Messiah του άρεσε πολύ το βαρύ doom των Trouble. Μόλις πληροφορήθηκε πως η μπάντα ήταν σουηδική και ενώ δεν πίστευε στα αφτιά του, άρχισε να ζητάει πληροφορίες. Μαθαίνει πως η μπάντα είναι χωρίς τραγουδιστή και αμέσως ζητάει από τον δημοσιογράφο να του βρει το τηλέφωνο του συνθέτη της μπάντας, που δεν ήταν άλλος από τον Leif Edling. Ο Messiah αρχίζει να καλεί κάθε βράδυ τον Edling και να του λέει “Ναι, είμαι ο νέος σας τραγουδιστής και θα μπω στη μπάντα σας”, τραγουδώντας του παράλληλα τα doom τραγούδια του με την ακουστική του κιθάρα, σύμφωνα με δηλώσεις του ιδίου. Άλλες πληροφορίες θέλουν τον Messiah να τηλεφωνεί αργά κάθε βράδυ στον Edling και να τραγουδάει το «Solitude» a cappella από το τηλέφωνο, το οποίο κρατούσε η μητέρα του. Εμείς θεωρούμε πως και οι δύο εκδοχές είναι εξίσου πιθανές. Σύμφωνα με τον Messiah, o Edling κάποια στιγμή κουράστηκε από αυτή την αλλόκοτη οντισιόν και του είπε πως αν μετακόμιζε στην Στοκχόλμη, θα μπορούσε να κάνει μια κανονική ακρόαση. Ο Messiah ήταν αποφασισμένος και έτσι βρέθηκαν σε ένα δωμάτιο που είχαν για πρόβες στη Στοκχόλμη. Σύμφωνα με τον Marcolin, οι Candlemass – ή ό,τι είχε απομείνει από αυτούς – δεν είχαν κάνει πρόβες από την ηχογράφηση του άλμπουμ. Συνάντησε τον Edling, τον Mappe και τον Ekström, ο οποίος, σύμφωνα με τον Messiah, δεν ήθελε να παίξει live, καθώς φοβόταν και αγχωνόταν να παίξει μπροστά σε κοινό. Ο Ekström έπρεπε να πάρει μια απόφαση ή να ξεπεράσει το φόβο του ή να φύγει από τη μπάντα. Δυστυχώς ή ευτυχώς ο κύβος ερρίφθη και πλέον οι Candlemass είχαν μόνιμο τραγουδιστή, αλλά έπρεπε να βρουν νέο ντράμερ και κιθαρίστα, καθώς κάπου μέσα σε αυτούς τους μήνες αποχώρησε και ο Bergwall. Έτσι λοιπόν στη μπάντα εντάσσονται οι Jan Lindh (ντραμς) και Lars Johansson (lead κιθάρα) και ξεκινούν τις πρόβες. Μετά την ένταξή τους, οι Candlemass θα εμφανιστούν ζωντανά για πρώτη φορά στο Jönköping της Σουηδίας στις 9 Μαΐου 1987, σχεδόν τρία χρόνια μετά τη δημιουργία της μπάντας. Ο Messiah Marcolin δίνει νέα πνοή στους Candlemass. Είναι υπερβολικός, οπερετικός, φλερτάρει με τα όρια του παραλόγου, ενώ παράλληλα είναι εμβριθής. Με το μαλλί αφάνα, το ράσο του μοναχού και τον εμβληματικό doom χορό του, αποδεικνύεται ότι είναι ένας εξαιρετικός σόουμαν.
NIGHTFALL

Το νέο έτος βρίσκει τους Candlemass να ετοιμάζουν νέο υλικό. Μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου 1987 η μπάντα θα βρεθεί και πάλι στο υπόγειο καταφύγιο πολέμου, που ονομάζεται Thunderload Studios, για την ηχογράφηση του δεύτερου άλμπουμ της. Η ερώτηση που πρέπει να έπαιζε στο μυαλό όλων εκείνη την εποχή: Πώς μπορεί το doom metal να γίνει καλύτερο από αυτό; Και επιπλέον, πώς θα μπορούσαν οι Candlemass να φτάσουν να ξεπεράσουν ακόμα και το πρώτο τους άλμπουμ, το οποίο θεωρούταν αριστούργημα; Παραδόξως, όμως, οι Candlemass ακολούθησαν το πρωτοποριακό ντεμπούτο τους με ένα δεύτερο άλμπουμ, που δεν είναι μόνο μια εξαιρετικά αξιόλογη συνέχεια του ντεμπούτου, αλλά και – κατά τη γνώμη μας – έχει όλα τα απαραίτητα συστατικά να θεωρηθεί το καλύτερο doom metal άλμπουμ όλων των εποχών. Τούτο το άλμπουμ είναι πιο βαρύ και πιο ποικιλόμορφο. Και το όνομα αυτού… “Nightfall”.
Η μίξη του άλμπουμ έγινε από τον Mats Lindfors στο Stockholm Recording Studio.
Στις 9 Νοεμβρίου του 1987, το Nightfall κυκλοφορεί μέσω της Βρετανικής Axis Records (που το 1988 μετονομάστηκε σε Active Records).
Κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας το 1987 με τους King Diamond, ο Johansson έσπασε το χέρι του και αντικαταστάθηκε προσωρινά από τον κιθαρίστα Mike Wead. Ο Wead φέρεται να ηχογράφησε ρυθμική κιθάρα, αρμονική κιθάρα, ακουστική κιθάρα και πλήκτρα στο άλμπουμ, κατά τη διάρκεια της σύντομης συνεργασίας του με τους Candlemass, αλλά το συγκρότημα επιβεβαίωσε ότι μόνο η ηχογράφηση του τραγουδιού «Black Candles» ήταν δική του.
H ιδέα για τnν ηχογράφηση του cover του “Marche Funèbre” (Frédéric Chopin) ήταν του Marcolin.
To εξώφυλλο είναι o πίνακας του ιδρυτή του καλλιτεχνικού κινήματος Hudson River School, Τόμας Κόουλ, που ονομάζεται “The Voyage of Life, Old Age”. Το “The Voyage of Life” ήταν μια σειρά από τέσσερις πίνακες, που απεικονίζουν το ταξίδι από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο. Αυτά τα στάδια της ζωής απεικονίζονται ως το ταξίδι ενός ανθρώπου που περπατά κατά μήκος ενός ποταμού που μεγαλώνει, με έναν άγγελο, σε αυξανόμενα διαστήματα.

Αρχικά ο Edling ήθελε ο τίτλος του άλμπουμ να είναι “Gothic Stone”, όμως η μπάντα τον απέρριψε. Φήμες θέλουν τον Messiah να προτείνει τον τίτλο “Nightfall” (o οποίος και επικράτησε). Παρόλα αυτά, σε συνέντευξή του ο Marcolin δήλωσε «Όχι… ήταν του Leif. Δεν ήταν δική μου ιδέα. Είναι πολύ καλός σε αυτά τα πράγματα, στους τίτλους και τους στίχους και γενικά στο να γράφει τα τραγούδια».
Το κομμάτι «Samarithan» γράφτηκε αρχικά κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του “Epicus Doomicus Metallicus”, αλλά απορρίφθηκε από τον πρώην ντράμερ της μπάντας Mats Ekström.
Σύμφωνα με τον Edling, του Messiah δεν του άρεσε ο τρόπος που τραγουδούσε στο “Nightfall”. «Πήγε σε έναν vocal coach ανάμεσα στο “Nightfall” και το “Ancient Dreams”, ώστε να μάθει πώς να αναπνέει».
Το «The Well of Souls» είναι εμπνευσμένο από το Πηγάδι των Ψυχών, έναν μυστικό θάλαμο που βρίσκεται μέσα στην αρχαία πόλη Τάνις, στην ταινία του 1981 «Οι κυνηγοί της χαμένης κιβωτού» του Ιντιάνα Τζόουνς.
Το “Bewitched” είναι μια αναδημιουργία του αρχαίου γερμανικού θρύλου του Pied Piper of Hamelin.
To video clip για το “Bewitched” σκηνοθετήθηκε το 1988 από τον Jonas Åkerlund (πρώην session ντράμερ των Bathory). Μετά τη σκηνοθεσία του πρώτου του video με τους Candlemass, o Åkerlund έχτισε μια τεράστια καριέρα (κερδίζοντας τουλάχιστον τρία grammy). Στο video του “Bewitched” κάνει μια cameo εμφάνιση ο Dead (Per Yngve Ohlin) των Mayhem.
ANCIENT DREAMS

To 1988 βρίσκει τους Candlemass να κάνουν την πρώτη τους περιοδεία στην Ευρώπη ενώ παράλληλα ετοιμάζουν το τρίτο τους άλμπουμ “Ancient Dreams”. Η μπάντα μπαίνει στο Nacka Recording House τον Αύγουστο του 1988, για να ηχογραφήσει το νέο άλμπουμ. Αν και όχι τόσο επιτυχημένο όσο ο προκάτοχός του, όσον αφορά στις κριτικές, το “Ancient Dreams” συνεχίζει την παράδοση των Candlemass στο επικό doom. Το άλμπουμ εξερευνά περαιτέρω θέματα μυστικισμού, θανάτου και απόγνωσης, ενισχύοντας τη θεματική συνοχή της μπάντας.
Το Ancient Dreams κυκλοφόρησε στις 23 Νοεμβρίου 1988 από την Active Records.
Το εξώφυλλο του άλμπουμ είναι ένας ακόμη πίνακας του Thomas Cole, ο δεύτερος στη σειρά του “The Voyage of Life”, με τίτλο “Youth”.
Σύμφωνα με τον Messiah, υπήρχαν πολλά προβλήματα κατά την ηχογράφηση. Ο ίδιος αναφέρει σε μία συνέντευξη «Υποτίθεται ότι θα ηχογραφούσαμε με τον τύπο που έκανε τη μίξη του Nightfall, τον Max Lindfors. Αλλά ήταν εντελώς κλεισμένος. Έτσι, αναγκαστήκαμε να μετακομίσουμε σε ένα φτηνό στούντιο και να δουλέψουμε με έναν ηχολήπτη που δεν ήξερε τι στο διάολο έκανε». Παρόλα αυτά, ο χρόνος (και η δισκογραφική) πίεζε μιας και πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και είχε ξεκινήσει η προετοιμασία για το tour των Candlemass με τους Motörhead στη Γερμανία, όπου το άλμπουμ έπρεπε να βρίσκεται εκεί πριν ξεκινήσει η περιοδεία.

Προβλήματα όμως υπήρξαν και στη μίξη του άλμπουμ. Ο Rex Gisslén, ο οποίος ανάλαβε τη μίξη του άλμπουμ στα Montezuma Studios στη Στοκχόλμη, φέρεται να μην έκανε και τόσο καλή δουλειά. Τόσο από τις δηλώσεις του Marcolin όσο και του Edling, το άλμπουμ θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερο και ρίχνουν το φταίξιμο στη δισκογραφική, που παρόλο που είχε στα χέρια της ένα κακό mastering, το κυκλοφόρησε εσπευσμένα ούτως ή άλλως.
Υπήρχαν όμως και κάποια θέματα με το βιμπράτο του Messiah. Σύμφωνα με τον Edling «το βιμπράτο του είναι υπερβολικό στο “Ancient Dreams”, προσωπικά μιλώντας, φυσικά. Μου αρέσει πολύ ο τρόπος που τραγούδησε στο “Nightfall”. Ήταν πολύ φυσικό. Στο “Ancient Dreams”, ήταν πολύ περήφανος για το βιμπράτο του και πήρε πολλά κομπλιμέντα. Πολλοί άνθρωποι που συναντώ πιστεύουν ότι ήταν υπερβολικό».
Το “Epistle 81 (Märk hur vår skugga)”, γράφτηκε από τον Σουηδό ποιητή/μουσικό Carl Michael Bellman.
Το “Incarnation of Evil” είναι μια επανεπεξεργασμένη έκδοση του παλιού κομματιού των Nemesis, “Black Messiah”.
Το “Darkness in Paradise” είναι το πρελούδιο της ιστορίας που αφηγείται το επόμενο άλμπουμ, “Tales of Creation”.
Το κομμάτι «Black Sabbath Medley» είναι bonus track και αποτελείται από μέρη των κομματιών των Black Sabbath: «Symptom of the Universe», “Sweet Leaf”, “Sabbath Bloody Sabbath”, “Into the Void”, “Electric Funeral”, “Supernaut”, “Black Sabbath”.
TALES OF CREATION

Βρισκόμαστε πια στο 1989 και οι Candlemass έχουν δημιουργήσει ένα cult following. O larger than life frontman τους, ο συνθέτης και στιχουργός που δημιουργεί ερεβώδεις doom συνθέσεις και μια δεμένη μπάντα που ταξιδεύει σε Ευρώπη και Αμερική και μοιράζεται τη σκηνή με κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα του χώρου. Δεμένη μπάντα – πάνω στη σκηνή τουλάχιστον, γιατί τα σύννεφα είχαν αρχίσει διαφαίνονται στις μεταξύ τους σχέσεις από τις ηχογραφήσεις ήδη του “Tales of Creation”. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Messiah, είχαν αρχίσει να έχουν άσχημα vibe μεταξύ τους. Περιόδευαν πάρα πολύ, ήταν σχεδόν ο ένας πάνω στον άλλο και έτσι άρχιζαν να σπάνε και τα νεύρα ο ένας του άλλου. Ακόμα ένα πρόβλημα ήταν το οικονομικό. Οι δίσκοι πωλούσαν και μάλιστα πωλούσαν πολύ, αλλά, σύμφωνα με τον Marcolin, δεν έβγαζαν χρήματα παρά μόνο για τα βασικά έξοδα.
Ηχογραφήθηκε στο Stockholm Recording μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου 1989.
Κυκλοφόρησε στις 25 Σεπτεμβρίου 1989 μέσω της Music for nations.
Το “Tales of Creation” είναι ένα concept άλμπουμ, που αφηγείται την ιστορία ενός άνδρα που αποκοιμιέται κάτω από μια βελανιδιά και ονειρεύεται το ταξίδι της ζωής.

Τα φωνητικά του Marcolin είναι ακόμα ένα σημείο τριβής. Όπως είχαμε αναφέρει προηγουμένως, ο Edling θεωρούσε το βιμπράτο του Messiah υπερβολικό στο “Ancient Dreams”. Έτσι λοιπόν σύμφωνα με τον ίδιο “Κατά τη διάρκεια [των ηχογραφήσεων] του άλμπουμ “Tales of Creation”, του είπαμε να χαλαρώσει το βιμπράτο, αλλά ο Messiah είναι ο Messiah – μας είπε να πάμε να γαμηθούμε».
Αρχικά ο Lief Edling ήθελε να χρησιμοποιήσει ένα ακόμα από τους πίνακες του Thomas Cole για το εξώφυλλο του άλμπουμ. Τελικά τον απέτρεψαν οι υπόλοιποι και χρησιμοποίησε ένα τροποποιημένο έργο του Gustave Doré, με τίτλο “The Creation of Light”, το οποίο απεικονίζει το εδάφιο Γένεση 1:3, όπου ο Θεός διατάζει, «γενηθήτω φως», συμβολίζοντας την αρχή της δημιουργίας. Αυτή η στιγμή σηματοδοτεί τη μετάβαση από το χάος στην τάξη.
Μερικά από τα κομμάτια του άλμπουμ (‘Dark Reflections’, ‘Under the Oak’, ‘Into the Unfathomed Tower’, ‘Somewhere in Nowhere’ και ‘A Tale of Creation’) είχαν ηχογραφηθεί το 1985. Μάλιστα το “Under the Oak” είναι μια επανηχογράφηση του κομματιού που εμφανίστηκε αρχικά στο “Epicus Doomicus Metallicus”.
Το «Into the Unfathomed Tower» χωρίζεται σε επτά μέρη: Dance of the Fay, Magic / Entering the Tower, Dance of the Fay (Reprise), Soul’s Flight, Towards the Unknown, Choir of Angels, Outside the Gates of Heaven.
CANDLEMASS LIVE
Μετά το τέλος των ηχογραφήσεων και όλο το 1990 η μπάντα συνεχίζει να κάνει αυτό που έκανε καλά, να οργώνει τις σκηνές και να περιοδεύει με άλλα μεγαθήρια του metal. Μάλιστα το 1990 είναι η πρώτη χρονιά που οι Candlemass δεν θα βρεθούν στο στούντιο για ηχογράφηση αλλά θα κυκλοφορήσουν το πρώτο τους live άλμπουμ με τίτλο “Candlemass live”, το οποίο ηχογραφήθηκε ζωντανά στο Fryshuset (Στοκχόλμη) στις 9 Ιουνίου 1990. Όταν τα οπερετικά ουρλιαχτά του Messiah συνδυάζονται με βαριά riffs, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Candlemass είναι η μεγαλύτερη doom metal μπάντα όλων των εποχών. To setlist (tracklist για εμάς πλέον) ήταν μια ασφαλής επιλογή αναγνωρισμένων κομματιών που περιλάμβανε τα The Well of Souls, Dark Are the Veils of Death , Bewitched, Solitude, Dark Reflections, Under the Oak, Demon’s Gate, Bells of Acheron, Crystal Ball, Through the Infinitive Halls of Death, Samarithan, Mirror Mirror, At the Gallows End, A Sorcerer’s Pledge. Στη συναυλία ακούστηκε βέβαια και το «Bearer of pain», αλλά δεν ηχογραφήθηκε, καθώς η μπάντα έπαιζε ενώ οι μηχανικοί άλλαζαν τις κασέτες. To Live κυκλοφόρησε στις 3 Οκτωβρίου 1990 μέσω της Music For Nations στο Ηνωμένο Βασίλειο και της Metal Blade Records στις ΗΠΑ.

Οι περιοδείες και οι συμμετοχές στα φεστιβάλ συνεχίζονται και τον επόμενο χρόνο για τους Candlemass και η χημεία της μπάντας πάνω στη σκηνή είναι μαγική. Όμως τα πράγματα φτάνουν σε σημείο βρασμού στα παρασκήνια και ο Marcolin θα φύγει από τη μπάντα (για πρώτη φορά) το 1991. Καλλιτεχνικές διαφορές και εσωτερικές διαμάχες θα επικαλεστούν και οι δύο πλευρές και ο καθένας θα τραβήξει για λίγο τον δρόμο του. Στα φωνητικά θα βρεθεί ο Thomas Vikström, ο οποίος δεν φαίνεται να έχει σχέση με κάποια μπάντα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Για την ακρίβεια, μέχρι την ένταξή του στoυς Cadlemass, ο Vikström έπαιζε ρόλους σε θεατρικές παραγωγές, ξεκινώντας από τη σκηνή του θεάτρου «Folkan» της Στοκχόλμης το 1990. Το 1991 πρωταγωνίστησε στην όπερα «Η περιπέτεια του Χόφμαν», στη Στοκχόλμη.
CHAPTER VI

Οι ηχογραφήσεις του νέου άλμπουμ “Chapter VI” θα γίνουν στο Montezuma Recording στούντιο στη Στοκχόλμη, όπου έγινε και η μίξη του άλμπουμ και θα κυκλοφορήσει από τη Music For Nations στις 25 Μαΐου 1992. Αυτό το άλμπουμ ήταν το πρώτο άλμπουμ όπου η μπάντα απομακρύνθηκε από το καθαρό doom metal στυλ. H φωνή του Vikström – αν και όχι οπερετική – έχει μία power /heavy αισθητική, η οποία όμως δεν στερείται το πάθος και το συναίσθημα για να υποστηρίξει το δύσκολο έργο που ανέλαβε από τον Messiah. Ακόμα ένα νέο στοιχείο στο άλμπουμ αυτό είναι η προσθήκη των πλήκτρων. Η κατεύθυνση της μπάντας συνεχίζει να είναι το επικό doom, αλλά με λίγο περισσότερη έμφαση στο «επικό» παρά στο «doom». Παρόλα αυτά το άλμπουμ καταλήγει σε αποτυχία. Πολλοί πιστεύουν πως αυτό το άλμπουμ δεν είναι Candlemass. Και σύντομα μετά από αυτό το album δεν θα υπάρχουν πια και οι Candlemass. Πολλοί θεωρούν πως η διάλυση της μπάντας οφείλεται τόσο στις χαμηλές πωλήσεις του “Chapter VI” όσο και στο ότι ο Edling είχε δημιουργήσει το power/doom project του Abstrakt Algebra. Όποια και αν είναι η αλήθεια, οι Candlemass θα διαλυθούν κάπου στο 1994.
Ο Thomas Vikström μπήκε στους Candlemass με τον πιο απροσδόκητο τρόπο. Ο Edling τον άκουσε να τραγουδάει ζωντανά το “Painkiller” των Judas Priest σε ένα μικρό κλαμπ της Στοκχόλμης. Δεν υπήρξαν ακροάσεις ή συζητήσεις· απλώς του πρότεινε αμέσως να αναλάβει τα φωνητικά. Όπως θα πει αργότερα ο ίδιος ο Vikström, «Ήταν σαν να με έριξαν ξαφνικά σε βαθιά νερά – δεν πρόλαβα να σκεφτώ τι σημαίνει να είσαι ο νέος τραγουδιστής των Candlemass, το έμαθα μέσα στο στούντιο».

Γυρίστηκαν δύο βίντεο κλιπ, για τα “The Dying Illusion” και “Julie Laughs No More”, αλλά το δεύτερο δεν έφτασε ποτέ στις οθόνες. Σύμφωνα με τον Edling, το MTV απέρριψε την προβολή του λόγω της απεικόνισης «σκηνών που δεν ήταν politically correct» — μια ευγενική αναφορά στη θεματολογία περί χρήσης ουσιών. Το γεγονός αυτό φάνηκε να απογοήτευσε ιδιαίτερα τη μπάντα, που προσπαθούσε να κρατήσει τον βαρύ, σκοτεινό χαρακτήρα της, ακόμη και στο οπτικό της αποτύπωμα.
Το “Chapter VI” ήταν το πρώτο άλμπουμ της μπάντας όπου τα πλήκτρα χρησιμοποιήθηκαν όχι απλώς ως επένδυση αλλά ως δομικό συστατικό. Ο Edling αναζητούσε έναν νέο τόνο· πιο “στεγνό”, σχεδόν κινηματογραφικό, με έναν λιγότερο επικό αλλά πιο εσωτερικό προσανατολισμό. Ο ίδιος δήλωσε χρόνια αργότερα: «Ήθελα να γράψω κάτι που να είναι δικό μου. Όχι επανάληψη· κάτι με αυθεντική βαρύτητα. Ίσως δεν ήταν αυτό που περίμεναν, αλλά δεν με ένοιαζε».
Η παραγωγή έγινε από τον Edling και τον Rex Gisslén, ο οποίος είχε συνεργαστεί και με τους Europe. Ο ήχος τους απομακρύνθηκε από τις πομπώδεις μελωδίες του “Nightfall” και πλησίασε κάτι πιο γυμνό, πιο προσωπικό. Όπως χαρακτηριστικά έχει αναφέρει ο Gisslén, «η ιδέα ήταν να ακούγεται σαν μπάντα σε δωμάτιο, όχι σε ναό».
Παρόλο που το άλμπουμ έφτασε το #43 στα σουηδικά charts, η υποδοχή ήταν χλιαρή. Ο Vikström αργότερα θυμήθηκε την περίοδο με μεικτά συναισθήματα: «Ήμουν περήφανος που ήμουν μέρος αυτού, αλλά δεν ένιωθα πως ο κόσμος ήθελε να με δεχτεί. Ήταν σαν να προσπαθώ να τραγουδήσω μέσα σε έναν καθρέφτη που δεν με αναγνώριζε».
DACTYLIS GLOMERATA

Ο Edling, όμως, δεν σταματά. Έχοντας ανάγκη για δημιουργική ανάσα, ξεκινά το προσωπικό του πρότζεκτ Abstrakt Algebra, μια πιο πειραματική εκδοχή του doom που μπλέκει heavy riffs με progressive πινελιές. Κυκλοφορεί το ομώνυμο άλμπουμ το 1995 και σχεδιάζει ένα δεύτερο. Όμως το metal κοινό δείχνει διστακτικό – οι πωλήσεις είναι χαμηλές και η δισκογραφική του, Music For Nations, του κάνει ξεκάθαρη πρόταση: «Επιστροφή στο όνομα “Candlemass”». Μια απόφαση που ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει σε παλιότερες συνεντεύξεις ως «σκληρή αλλά αναγκαία», καθώς βρισκόταν σε οικονομική ασφυξία και δημιουργικό τέλμα. Έτσι, το δεύτερο άλμπουμ των Abstrakt Algebra μεταμορφώνεται στο επόμενο κεφάλαιο των Candlemass. Ο Edling στρατολογεί νέα μέλη, δίνει μορφή σε ένα σκοτεινό και σχεδόν ψυχεδελικό δημιούργημα και στις 13 Απριλίου 1998 κυκλοφορεί το “Dactylis Glomerata”. Ίσως το πιο ιδιόρρυθμο άλμπουμ της μπάντας – τραχύ, τολμηρό, με μια ατμόσφαιρα εσωστρέφειας και απόστασης από τις επικές κορυφές του παρελθόντος. Δεν πρόκειται για επιστροφή, αλλά για μια σκοτεινή ενδοσκόπηση. Και ο Edling, όπως πάντα, στη δίνη των επιλογών του.
Μέσα σε αυτό το παράξενο ηχητικό τοπίο ξεχωρίζουν το «I Still See the Black», μια ανατριχιαστική κραυγή απόγνωσης και το «Dustflow», μια σκοτεινή, σχεδόν τελετουργική πομπή με riff που σέρνονται βασανιστικά, αποτυπώνοντας απόλυτα τη διάθεση του δίσκου. Κομμάτια που, είτε το ήθελε είτε όχι, έγραψαν την προσωπική του εσωτερική κατάρρευση πάνω σε μαγνητική ταινία.
Οι κριτικές διχάζονται. Για κάποιους είναι μια τολμηρή αλλαγή πορείας, για άλλους ένα έργο που στερείται της παλιάς μαγείας. Οι φαν είναι το ίδιο μοιρασμένοι – μεταξύ αποδοχής της νέας κατεύθυνσης και απογοήτευσης. Ο Edling, πάντως, παρέμεινε πιστός στην προσωπική του καλλιτεχνική αλήθεια, λέγοντας κάποτε: «Ήταν ένα ρίσκο. Δεν ήξερα αν είναι Candlemass. Ήξερα μόνο ότι είχα ανάγκη να γράψω αυτόν τον δίσκο.»
Το line-up του “Dactylis Glomerata” περιλάμβανε τον Leif Edling στο μπάσο και τις ακουστικές κιθάρες, τον Carl Westholm στα keyboards, τον Jejo Perkovic στα τύμπανα, τον Michael Amott στην κιθάρα και φυσικά τον Björn Flodkvist στα φωνητικά — μια επιλογή που δίχασε εξίσου, με κάποιους να τον θεωρούν πολύ «στεγνό» για το ύφος των Candlemass, και άλλους να τον εκτιμούν για το πιο ωμό συναίσθημα που έφερε στο άλμπουμ.
Το “Dactylis Glomerata” πήρε το όνομά του από ένα είδος χλόης, γνωστό και ως cock’s-foot – μια σχεδόν ειρωνική επιλογή, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Edling είχε δηλώσει πως είναι αλλεργικός σε αυτό. Ήταν ένα εσωτερικό αστείο, αλλά και μια υπενθύμιση ότι αυτή η δουλειά γεννήθηκε από μια εσωτερική πάλη.
Η ηχογράφηση του άλμπουμ απλώθηκε χρονικά σε περισσότερους από δεκαοκτώ μήνες, με sessions να πραγματοποιούνται σε διαφορετικά στούντιο της Στοκχόλμης – μεταξύ αυτών και το θρυλικό Montezuma Studio – και με αρκετούς session μουσικούς να περνούν από τις κονσόλες. Το αρχικό tracking έγινε σε μόλις τρεις ημέρες στο Studio 4 της Swedish Radio, ενώ ηχογραφήσεις συνεχίστηκαν σε εναλλασσόμενες συνθέσεις. Στα τύμπανα συναντάμε τον Jejo Perkovic, ενώ guest εμφανίσεις κάνουν ο Ian Haugland των Europe, ο οποίος έπαιξε στα “Wiz” και “I Still See the Black”, ο Patrik Instedt (στις κιθάρες του “Dustflow”, “Abstrakt Sun” και “Lidocain God”), ο Adam Axelsson με clay pot percussion στο “Apathy” και ο Jan Hellman που πρόσθεσε distorted upright bass στο “Karthago”. Ο Michael Amott (Arch Enemy, Spiritual Beggars), αν και ανεπίσημα αναφερόμενος, συμμετείχε σε κιθαριστικά μέρη του δίσκου. Το τελικό mix έγινε από τον Edling και τον Uffe Östling, σε μια προσπάθεια να αποτυπωθεί η εσωτερική καταιγίδα που κουβαλούσε ο ίδιος εκείνη την περίοδο – και όχι κάποια εξιδανικευμένη επιστροφή.
Το άλμπουμ δεν απέκτησε ποτέ video clip ή μεγάλο promo, γεγονός που συνέβαλε στο να παραμείνει «ξεχασμένο» για χρόνια. Ωστόσο, σε μεταγενέστερες επανεκδόσεις προστέθηκαν demo εκδοχές και εναλλακτικές μίξεις από το ακυρωμένο “Abstrakt Algebra II”, που φώτισαν τη δημιουργική προεργασία πίσω από τη μετενσάρκωση των Candlemass.
Ο Edling έχει αναφέρει σε podcast χρόνια μετά ότι «έγραψα αυτόν τον δίσκο πιο πολύ για μένα παρά για το κοινό. Ήταν το μοναδικό πράγμα που με κράτησε ζωντανό εκείνη την περίοδο».
FROM THE 13TH SUN

Το “From the 13th Sun” δεν είναι απλώς ένα ακόμα κεφάλαιο στην ιστορία των Candlemass· είναι η στιγμή που το συγκρότημα αφήνει πίσω του την επίγεια σκιά και στρέφει το βλέμμα του στον κοσμικό ορίζοντα. Μια δουλειά που κυλάει αργά, σαν μαύρη πίσσα μέσα στο κενό, φορτωμένη με την πυκνότητα και την αίσθηση βάρους των πρώιμων Black Sabbath, αλλά φιλτραρισμένη μέσα από ένα ψυχεδελικό φακό.
Η ηχογράφηση μοιράστηκε ανάμεσα στο Slamtilt Studio και στο Studio 4 της Σουηδικής Ραδιοφωνίας, ενώ η μίξη ήταν υπόθεση της ίδιας της μπάντας, με τον Leif Edling και τον Carl Westholm να δουλεύουν δίπλα στον Uffe Östling. Το τελικό mastering πέρασε από τα χέρια του Michael Lind. Η σύνθεση ήταν μοναδική και ανεπανάληπτη: Leif Edling στο μπάσο, Björn Flodkvist στα φωνητικά, Mats Ståhl στις κιθάρες, Jejo Perković στα τύμπανα και Carl Westholm στα πλήκτρα.
Ο Edling δεν έκρυψε ποτέ την εμμονή του εκείνη την περίοδο με τους Blue Cheer και τους πρώιμους Sabbath· ήθελε ο δίσκος να «μυρίζει» εκείνη τη δεκαετία. Οι κιθάρες χαμηλώθηκαν σε κούρδισμα που δεν είχαν ξαναδοκιμάσει, τα riff έγιναν «παχιά» και «υγρά», και τα πλήκτρα έπαψαν να παίζουν μελωδίες για να μετατραπούν σε ηχητικές ομίχλες, τυλίγοντας τα πάντα. Οι στίχοι, αντί για μεσαιωνικούς θρύλους, αντλούν έμπνευση από την επιστημονική φαντασία και την αστρονομία, με τον τίτλο να γεννιέται από ένα βιβλίο για αστρικά συστήματα με πολλαπλούς ήλιους. Στο εσωτερικό του άλμπουμ, το μήνυμα είναι σαφές: “DEDICATED TO THE GREATEST BAND OF ALL TIME: BLACK SABBATH” — φόρος τιμής στην πηγή του ήχου.
Τα κομμάτια ξετυλίγονται σαν τελετουργίες σε αργή κίνηση: το “Elephant Star” με την υπνωτική του βαρύτητα, το “ARX/NG 891” όπου τα synth μοιάζουν να πλέκουν αστερόσκονη, το απόκοσμο “Blumma Apt” που αντλεί τίτλο από γλυπτό, και το “Zog” που φέρνει στο μυαλό εξωγήινες φιγούρες.
Η αίσθηση που αφήνει ο δίσκος είναι σχεδόν κινηματογραφική — doom που ακούγεται σαν να παίζεται μέσα σε διαστημόπλοιο. Δεν είναι ένα άλμπουμ που φωνάζει για προσοχή· είναι ένας σκοτεινός πλανήτης που ανακαλύπτεις μόνο αν χαθείς αρκετά μακριά.
Αν και η πλειοψηφία του άλμπουμ ηχογραφήθηκε στο Slamtilt, το “Elephant Star” γράφτηκε στο Studio 4, χαρίζοντάς του μια ελαφρώς διαφορετική ηχητική υπογραφή από τα υπόλοιπα.
Η σύνθεση της μπάντας σε αυτόν τον δίσκο ήταν μοναδική και δεν επαναλήφθηκε ποτέ ξανά σε άλλη κυκλοφορία των Candlemass.
Πολλοί τίτλοι τραγουδιών, όπως το “Cyclo-F”, προέρχονται από ιατρικούς ή επιστημονικούς όρους, ενισχύοντας τη διαστημική θεματολογία.
DOOMED FOR LIVE – REUNION 2002

Η νέα χιλιετία βρίσκει τους Candlemass σε μια περίεργη ηρεμία. Με το “From the 13th Sun” να έχει ολοκληρώσει την πορεία του, η μπάντα δεν δείχνει να σχεδιάζει το επόμενο βήμα. Φθινόπωρο του 2001 και οι διοργανωτές του Sweden Rock Festival προσεγγίζουν τον Leif Edling με μια πρόταση που μοιάζει βγαλμένη από όνειρο: επανασύνδεση με την κλασική σύνθεση και εμφάνιση στο φεστιβάλ. Οι συζητήσεις παίρνουν γρήγορα σάρκα και οστά και, κάπως έτσι, οι Candlemass του “Epicus…” και του “Nightfall” ξαναγεννιούνται, έστω και προσωρινά.
Το Sweden Rock του Ιουνίου 2002 γίνεται το πρώτο βήμα. Η υποδοχή είναι θριαμβευτική· παλιοί και νέοι οπαδοί στοιβάζονται μπροστά στη σκηνή για να δουν την επιστροφή που, για χρόνια, έμοιαζε απίθανη. Στιγμές από εκείνη τη μέρα θα αποτυπωθούν χρόνια αργότερα στο DVD “Documents of Doom”, μαζί με backstage πλάνα που δείχνουν τη χημεία – και την αμηχανία – μιας μπάντας που επανέρχεται από διαφορετικές πορείες και εποχές.

Η σπίθα έχει ανάψει. Στις 31 Αυγούστου 2002, η κλασική πεντάδα εμφανίζεται στο Klubben της Στοκχόλμης. Εκεί, με μικρόφωνο μπροστά του και ράσο να ανεμίζει, ο Messiah οδηγεί τη μπάντα μέσα από ένα setlist που λειτουργεί σαν ζωντανή ανθολογία της καριέρας τους. Από το επικό “Mirror Mirror” και το τελετουργικό “Bewitched”, μέχρι το σκοτεινό “Dark Are the Veils of Death” και το μνημειώδες “Demons Gate”, το ταξίδι συνεχίζεται με “Under the Oak”, “At the Gallows End”, “Samarithan”, “Dark Reflections”, “Mourner’s Lament”, “Black Stone Wielder”, “The Well of Souls”, “A Sorcerer’s Pledge”, “Bearer of Pain”, “Ancient Dreams”, “Somewhere in Nowhere”, “Solitude” και “Crystal Ball”, δημιουργώντας την αίσθηση μιας βραδιάς που δεν ήθελες να τελειώσει ποτέ. Η συναυλία ηχογραφήθηκε, μιξαρίστηκε στο Studio 4 και έγινε mastering στο Masterplant, πριν κυκλοφορήσει το 2003 ως “Doomed for Live – Reunion 2002”. Δεν είναι απλώς ένα live album· είναι ένα ηχητικό ντοκουμέντο της στιγμής που η ιστορία των Candlemass έσμιξε ξανά με τον θρύλο της. Η παραγωγή κρατά τον ήχο ωμό και βαρύ, σαν να θέλει να συλλάβει όχι την τελειότητα, αλλά την αλήθεια της βραδιάς. Οι κριτικές το υποδέχονται θετικά, με κάποιους να μιλούν για «μια reunion εμφάνιση που βγήκε όπως έπρεπε» και άλλους να εντοπίζουν μικρές αλλαγές στον ήχο, χωρίς όμως να αμφισβητούν τη δύναμή της.
Και αν για τον Edling ήταν πάντα δύσκολο να προγραμματίσει το μέλλον, εκείνη η βραδιά στο Klubben απέδειξε ότι ο παλμός των Candlemass δεν είχε σβήσει ποτέ.
Λέγεται πως στο παρασκήνιο του Sweden Rock, ο Messiah πέρασε περισσότερη ώρα χαιρετώντας παλιούς γνωστούς και χαμογελώντας για φωτογραφίες, παρά κάνοντας soundcheck.
Ο Mappe Björkman θυμόταν χρόνια αργότερα ότι «ήταν σαν να βρεθήκαμε ξανά στο 1987 – ίδιοι αστεϊσμοί, ίδια πρόσωπα, μόνο που τώρα κάποιοι είχαν λίγο λιγότερα μαλλιά».
Ο Edling, μιλώντας για την ηχογράφηση του “Doomed for Live”, αποκάλυψε ότι δεν είχε πρόθεση να κυκλοφορήσει το live· η απόφαση πάρθηκε αφού άκουσε τις ταινίες και κατάλαβε ότι «είχε κάτι το αληθινό, σαν να έπιανες μια στιγμή στον αέρα και να την έβαζες σε βινύλιο».
CANDLEMASS

Μετά το θριαμβευτικό “Doomed for Live – Reunion 2002”, οι Candlemass βρέθηκαν ξανά στο επίκεντρο. Το κοινό τους είχε δείξει ξεκάθαρα ότι η δίψα για το επικό doom δεν είχε κορεστεί ποτέ και οι ίδιοι ένιωθαν ότι δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη. Η επανασύνδεση με την “κλασική” σύνθεση — Messiah Marcolin, Leif Edling, Lars Johansson, Mats “Mappe” Björkman και Jan Lindh — δεν ήταν απλώς μια νοσταλγική κίνηση. Ήταν ένα στοίχημα για το αν η χημεία που είχαν δημιουργήσει στα τέλη της δεκαετίας του ’80 μπορούσε να αναβιώσει δημιουργικά.
Το 2003 και 2004 η μπάντα συνέχισε με επιλεγμένες εμφανίσεις σε φεστιβάλ και μικρές περιοδείες, με τον Edling να γράφει νέο υλικό. Σε συνεντεύξεις της εποχής ο ίδιος παραδεχόταν ότι δεν υπήρχε προκαθορισμένο πλάνο για νέο άλμπουμ· τα riff απλώς συνέχισαν να έρχονται και η ιδέα του “ενός τελευταίου δίσκου” άρχισε να φουντώνει. Όταν το 2004 μπήκαν στα Polar Studios της Στοκχόλμης, το κλίμα ήταν διαφορετικό από κάθε άλλη φορά. Δεν υπήρχε η αίσθηση της πίεσης για να αποδείξουν κάτι — μόνο η ανάγκη να αποτυπώσουν ξανά τον ήχο που είχαν μέσα τους.
Η παραγωγή ήταν αποτέλεσμα συνεργασίας του Edling με τον Pontus Norgren, γνωστό για την ικανότητά του να συνδυάζει την παλαιά ατμόσφαιρα με σύγχρονη καθαρότητα στον ήχο. Οι ηχογραφήσεις απλώθηκαν σε τρία διαφορετικά στούντιο (Polar, Platform και Airplay), με τον Niklas Flyckt να αναλαμβάνει δεύτερο κύκλο μίξης και τον Claes Persson να δίνει την τελική λάμψη στο mastering. Ο Messiah, με την χαρακτηριστική θεατρικότητά του, ηχογράφησε φωνητικά σε πολλαπλά overdubs, δίνοντας στον δίσκο εκείνη την αίσθηση μεγαλοπρέπειας που μόνο εκείνος μπορούσε να προσφέρει.
Το artwork, λιτό αλλά επιβλητικό, σχεδιάστηκε για να λειτουργεί σαν σφραγίδα. Το λευκό φόντο, με το λογότυπο και το διακριτικό σύμβολο, απομακρύνθηκε συνειδητά από τα περίτεχνα εξώφυλλα του παρελθόντος. Ήταν μια εικαστική δήλωση ότι το όνομα “Candlemass” αρκεί από μόνο του· δεν χρειάζεται φαντασμαγορία για να επιβληθεί. Σε δηλώσεις του ο Edling είχε αναφέρει ότι ήθελε ένα εξώφυλλο “καθαρό, άχρονο, που να κοιτάζει τον ακροατή στα μάτια όπως ακριβώς κάνει και η μουσική”.

Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 3 Μαΐου 2005 από τη Nuclear Blast και υποδέχτηκε το κοινό με ένα ηχητικό κύμα που έμοιαζε να έρχεται από το 1987, αλλά με την καθαρότητα και το βάθος της σύγχρονης παραγωγής. Το εναρκτήριο “Black Dwarf” μπήκε σαν τελετουργικά σφυριά που σήμαναν την επιστροφή, το “Seven Silver Keys” ανέσυρε το μυστικισμό του παλιού τους ήχου, το “Copernicus” έφτιαξε ένα σκοτεινό, σχεδόν κοσμικό τοπίο, ενώ κομμάτια όπως το “The Day and the Night” και “Witches” πρόσφεραν μια νέα, πιο στιβαρή εκδοχή της doom αισθητικής τους. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές, το άλμπουμ ανέβηκε στο Νο. 7 των σουηδικών charts και χάρισε στους Candlemass το Σουηδικό βραβείο Grammis στην κατηγορία Hard Rock/Metal.
Παρά την επιτυχία, ο Messiah δεν έπαψε να είναι αμφιλεγόμενη μορφή στα παρασκήνια. Οι εντάσεις, που θα έρχονταν στην επιφάνεια αργότερα, είχαν ήδη αρχίσει να σχηματίζονται κατά τις ηχογραφήσεις. Όμως, πάνω στη σκηνή, η μπάντα έμοιαζε ακλόνητη, σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα από την πρώτη τους ακμή.
Στα demo sessions για τον δίσκο, η μπάντα δοκίμασε αρκετές συνθέσεις που τελικά δεν μπήκαν στην τελική λίστα. Ανάμεσά τους υπήρχε μια πρώιμη εκδοχή του “Witches”, που είχε κυκλοφορήσει το 2004 σε συλλογή, λειτουργώντας σαν πρόγευση του επερχόμενου comeback.
Υπήρξαν φήμες, ποτέ επίσημα επιβεβαιωμένες, ότι πριν την οριστική επιστροφή του Messiah, ο Edling είχε προσεγγίσει άλλους τραγουδιστές, μεταξύ αυτών και τον Tony Martin των Black Sabbath, ως πιθανή φωνή για το νέο άλμπουμ.
Η κυκλοφορία του άλμπουμ στις 3 Μαΐου 2005 σηματοδότησε και την αλλαγή δισκογραφικής στέγης των Candlemass, καθώς άφησαν πίσω τους την Music for Nations για να υπογράψουν με τη Nuclear Blast, κίνηση που έδωσε νέα ώθηση στο εμπορικό και προωθητικό κομμάτι της μπάντας.
Οι ίδιοι οι μουσικοί έχουν παραδεχτεί πως, όταν το άκουσαν ολοκληρωμένο, ένιωσαν ότι είχαν κλείσει έναν κύκλο που είχε μείνει ανοιχτός για πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Το “Candlemass” του 2005 δεν ήταν απλώς δίσκος· ήταν μια απόδειξη ότι μερικές φλόγες δεν σβήνουν ποτέ.
KING OF THE GREY ISLANDS

Η δεύτερη αποχώρηση του Messiah Marcolin από τους Candlemass δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά το αποτέλεσμα μιας μακράς περιόδου έντασης. Από τα τέλη του 2005, όταν η μπάντα είχε ήδη κερδίσει το σουηδικό βραβείο Grammis για το ομώνυμο άλμπουμ της, μέχρι το πρώτο μισό του 2006, η δυναμική μεταξύ των μελών άρχισε να δοκιμάζεται. Οι πρόβες για το επόμενο άλμπουμ αποκάλυψαν διαφορές στην καλλιτεχνική κατεύθυνση και στον τρόπο εργασίας.
Στις 28 Απριλίου 2006, ο Messiah επικοινώνησε με το Blabbermouth και ανακοίνωσε την αποχώρησή του. «Δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε στο πώς θα κάνουμε τον νέο δίσκο» είπε, τονίζοντας ότι δεν υπήρχε καμία πιθανότητα επιστροφής. Σε μεταγενέστερες δηλώσεις του, ήταν πιο συγκεκριμένος. «Ήθελα έναν πιο παραδοσιακό ήχο Candlemass, ενώ ο Leif και τα παιδιά έτειναν προς κάτι πιο κοντά στους Krux. Δεν συμβιβάζομαι ποτέ με τη μουσική μου». Για τον Messiah το ζήτημα δεν ήταν μόνο μουσικό, αλλά και θέμα αρχών — ένιωθε ότι η “δημοκρατία” στην μπάντα είχε μετατραπεί σε διαρκή ανάγκη για υποχωρήσεις.
Ο Leif Edling, από τη δική του πλευρά, έδωσε μια λιγότερο ρομαντική εκδοχή. «Είχαμε πολλά προβλήματα με τον Messiah λόγω της προσωπικότητάς του… διαρκείς διαμάχες… δεν του αρέσει η δημοκρατία. Αν δεν γινόταν το δικό του, απλά έλεγε “άντε γαμήσου”! Δεν μπορείς να έχεις τέτοια στάση ροκ σταρ στους Candlemass». Σε άλλη συνέντευξη, μίλησε για “severe pre-recording psychosis” του Messiah, μια φράση που φανέρωνε τον βαθμό εκνευρισμού και απογοήτευσης.
Παρά την ένταση, το συγκρότημα συνέχισε να δουλεύει πάνω στο νέο υλικό. Από τον Μάιο μέχρι τον Αύγουστο του 2006, οι βάσεις του δίσκου ηχογραφήθηκαν, με τέσσερα τραγούδια να περνούν από το στάδιο προ-παραγωγής, με τον Andy Sneap. Μετά την αποχώρηση του Messiah, ο Edling προσέγγισε αρκετούς τραγουδιστές. Τον Ιανουάριο του 2007 ανακοινώθηκε επίσημα ότι ο Robert Lowe από τους Solitude Aeturnus θα αναλάμβανε τα φωνητικά. Ο Leif έχει αποκαλύψει ότι η μουσική ήταν ήδη έτοιμη πριν μπει ο Lowe, με τον Mats Levén να ηχογραφεί φωνητικά-οδηγούς για τη demo μίξη που στάλθηκε στη Nuclear Blast. Ο Lowe άκουσε αυτό το demo και στη συνέχεια πρόσθεσε τις δικές του ερμηνείες.

Τα φωνητικά του Lowe ηχογραφήθηκαν τον Μάρτιο του 2007 στα Nomad Studios στο Ντάλας, ενώ το μιξάρισμα έγινε στο The Abyss από τον Peter Tägtgren. Το “King of the Grey Islands” κυκλοφόρησε στις 22 Ιουνίου 2007 από τη Nuclear Blast, σηματοδοτώντας τη νέα εποχή των Candlemass. Ο Leif το περιέγραψε ως ένα loose concept album για «αρνητικά συναισθήματα, φόβο και απομόνωση», με κάθε τραγούδι να αποτελεί «ένα ταξίδι στην αποξένωση». Ο ίδιος θεωρεί το εναρκτήριο “Emperor of the Void” «ένα από τα καλύτερα ρεφρέν που έχω γράψει», ενώ το κλείσιμο με το “Embracing the Styx” αφήνει τον ακροατή σε μια ατμόσφαιρα τελετουργικής σιωπής. Η συνολική αίσθηση του δίσκου είναι πιο κρύα, πιο βαριά και πιο εσωστρεφής από τον προκάτοχό του, με μεγαλύτερη έμφαση σε mid-tempo ρυθμούς και μια σχεδόν απειλητική ηχητική καθαρότητα που τυλίγει κάθε σύνθεση.
Το artwork, που σχεδίασε ξανά ο Tomas Arfert, διατηρεί τη μινιμαλιστική αισθητική της νέας περιόδου: ένα κρανίο με κορώνα σε μονοχρωμία, εικόνα-σύμβολο για έναν τίτλο που μιλά για βασίλειο φτιαγμένο από σκιά και απομόνωση. Όπως και το λευκό εξώφυλλο του 2005, η εικόνα λειτουργεί ως σφραγίδα ταυτότητας, λιτή αλλά αναγνωρίσιμη.
Η πρώτη δημόσια αναφορά στην αποχώρηση του Marcolin έγινε στις 28 Απριλίου 2006, ενώ η επίσημη ανακοίνωση ήρθε στις 23 Οκτωβρίου 2006.
Ο Robert Lowe είχε γνωρίσει τη μπάντα χρόνια πριν μέσω κοινού φίλου και η ένταξή του έκλεισε μέσα σε λίγες μέρες από την πρώτη επαφή.
Πριν από την οριστική επιλογή του Lowe, ο Edling είχε εξετάσει και άλλες φωνές, μερικές εκτός metal σκηνής, θέλοντας να φέρει μια διαφορετική χροιά.
Στο τελικό μιξάρισμα, ο Peter Tägtgren έδωσε έμφαση στη διαύγεια των χαμηλών συχνοτήτων, ώστε να τονιστεί το βάρος των riff, κάτι που ο Leif είχε ζητήσει επίμονα από την αρχή.
Η Nuclear Blast προώθησε τον δίσκο με μια ειδική έκδοση που περιείχε δύο μπόνους κομμάτια, τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά την ολοκλήρωση του βασικού υλικού.
DEATH MAGIC DOOM

Μετά το “King of the Grey Islands” οι Candlemass επέστρεψαν με έναν δίσκο πιο συμπαγή και με πιο μετρημένη ένταση. Το “Death Magic Doom”, η δέκατη στούντιο δουλειά τους, ηχογραφήθηκε το 2008 και κυκλοφόρησε στις 3 Απριλίου 2009. Ο αρχικός τίτλος ήταν “Hammer of Doom”, αλλά άλλαξε ώστε να αποφευχθεί σύγχυση με το ομώνυμο γερμανικό φεστιβάλ.
Ο ήχος του άλμπουμ κινείται σε μεθοδικά βαριά μονοπάτια, με riff που αφήνουν χώρο στη φωνή του Robert Lowe να εισχωρήσει με ακρίβεια και βάθος. Ο ίδιος θυμάται: «Όταν ηχογραφούσαμε το “King of the Grey Islands” ήταν ουσιαστικά μόνο εγώ και ο ηχολήπτης… Στο “Death Magic Doom” ήμουν στη Στοκχόλμη και είχα τους συμπαίκτες μου για σχόλια ή/και ενθάρρυνση». Συμπληρώνει: «Ο Leif κι εγώ είχαμε αρκετές συζητήσεις για τις λέξεις, το phrasing και την προσέγγιση των φωνητικών… Δεν προσπάθησα να μιμηθώ τον Messiah — ήρθα να τραγουδήσω με τον δικό μου τρόπο». Στη σύνθεση δεν είχε εμπλοκή. «Καθόλου… εμφανίστηκα για ένα δεκαήμερο στη Στοκχόλμη για την ηχογράφηση και έπιασα δουλειά κατευθείαν».
Ο Leif Edling από τη μεριά του είχε πει «Τα τραγούδια μιλούν για αθανασία, καταθλίψεις, δαίμονες, βρικόλακες, κηδείες και τον παντοδύναμο διάβολο — χεχε. Μου αρέσει ο τρόπος που παίζουμε εδώ… Το όνομα ‘Death Magic Doom’ το αποδίδει τέλεια! Βαρύ, σκληρό, επικό, κολοσσιαίο metal! Θα έλεγα ότι είναι το καλύτερο άλμπουμ που έχουμε κάνει από το “Nightfall”… σχεδόν πενήντα λεπτά ασήκωτου και επιβλητικού doom».

Η ηχογράφηση και η μίξη έγιναν στα Polar Studios, με τον Chris Laney στη μίξη, ενώ το mastering ανέλαβε ο Sören von Malmborg στα Cosmos Mastering. Το εξώφυλλο, σχεδιασμένο από τον Tomas Arfert σε συνεργασία με την Dunderdog, παρουσιάζει μια αγγελική μορφή με φτερά που κρατά σπαθί και σταυρό, αποδιδόμενη σε αισθητική λινογραφίας, με γοτθική γραμματοσειρά για τον τίτλο και το λογότυπο. Η εικόνα αποπνέει αυστηρότητα και δένει με τον σκοτεινό, στιβαρό χαρακτήρα του άλμπουμ.
Ήταν η πρώτη φορά που το bonus τραγούδι “Lucifer Rising” κυκλοφόρησε πριν το άλμπουμ, μέσα από το EP που έκανε πρεμιέρα έξι μήνες νωρίτερα.
Στην εποχή αυτή, ο Robert Lowe έγινε ο μακροβιότερος τραγουδιστής στη γραμμή των Candlemass μετά τον Messiah.
Το “Death Magic Doom” σηματοδότησε ψηλότερη θέση στα charts από το “King of the Grey Islands”, φτάνοντας το Νο 33 στη Σουηδία και το Νο 52 στη Γερμανία.
Παρά το doom ύφος, τα “Death Magic Doom” και “The Bleeding Baroness” μπήκαν σε ραδιοφωνικά playlist, κάτι σπάνιο για το είδος, δείχνοντας πως η μπάντα είχε κερδίσει και μια πιο ευρεία ακροαματικότητα.
NO SLEEP ‘TIL ATHENS

Το “No Sleep ‘Til Athens” καταγράφει τη βραδιά της 12ης Ιουνίου 2010, όταν οι Candlemass εμφανίστηκαν στο Gagarin 205 της Αθήνας. Η συναυλία αυτή δεν ήταν μέρος κάποιας περιοδείας· ήταν μια μεμονωμένη εμφάνιση, η οποία μαγνητοσκοπήθηκε και ηχογραφήθηκε για κυκλοφορία σε CD και DVD. Όπως είχε δηλώσει ο Leif Edling, η επιλογή της Ελλάδας ήταν εύκολη. «Πάντα νιώθουμε σαν στο σπίτι μας εδώ. Οι Έλληνες έχουν μια αγάπη για το doom που δεν βρίσκεις εύκολα αλλού». Ο Robert Lowe είχε συμπληρώσει ότι «το κοινό στην Αθήνα είναι από τα πιο εκρηκτικά που έχω δει· θέλαμε να το αποτυπώσουμε όπως ακριβώς το ζήσαμε».
Το setlist εκείνης της βραδιάς ήταν μια προσεκτική διαδρομή μέσα στην ιστορία της μπάντας, συνδυάζοντας κλασικά κομμάτια με νεότερο υλικό. “Mirror Mirror”, “Samarithan”, “At the Gallows End”, “If I Ever Die”, “Hammer of Doom”, “Dark Are the Veils of Death”, “Demon’s Gate”, “Emperor of the Void”, “Man of Shadows”, “The Bleeding Baroness”, “Tears”, “A Sorcerer’s Pledge”, “Demon of the Deep” και “Solitude”. Η επιλογή αυτή έδειχνε την πρόθεση της μπάντας να τιμήσει όλη τη δισκογραφική της πορεία, χωρίς να αφήσει απέξω τα νέα τραγούδια που είχαν ήδη βρει τη θέση τους στις καρδιές των οπαδών.

Η βραδιά χαρακτηρίστηκε από μια δυνατή χημεία επί σκηνής. Η σύνθεση παρέμεινε σταθερή: Robert Lowe στα φωνητικά, Mats “Mappe” Björkman και Lars Johansson στις κιθάρες, Leif Edling στο μπάσο και Jan Lindh στα τύμπανα. Δεν υπήρξαν αλλαγές στη γραμμή, κάτι που βοήθησε τη συνοχή της εμφάνισης. Σύμφωνα με κριτική της εποχής από ελληνικό metal περιοδικό, «η μπάντα εμφανίστηκε σαν να βρισκόταν στη μέση μιας μεγάλης περιοδείας — καμία στατικότητα, μόνο δύναμη και πάθος». Ακόμα και διεθνείς ανταποκρίσεις τόνισαν την ένταση του κοινού και την απόδοση της μπάντας, με έναν Βρετανό συντάκτη να γράφει «Δεν είναι πολλές οι μπάντες που μπορούν να κάνουν το doom να μοιάζει τόσο ζωντανό και επικίνδυνο πάνω στη σκηνή».
Η ηχογράφηση και η μίξη του live υλικού έγιναν με στόχο να κρατηθεί η ατμόσφαιρα της βραδιάς όσο πιο αυθεντική γινόταν, αποφεύγοντας υπερβολικό στούντιο “γυάλισμα”. Το DVD περιλάμβανε υλικό από το κοινό και backstage στιγμές, ενισχύοντας την αίσθηση της συμμετοχής σε ένα ιδιαίτερο γεγονός. Το εξώφυλλο, λιτό αλλά χαρακτηριστικό, χρησιμοποίησε φωτογραφία της μπάντας πάνω στη σκηνή, με το λογότυπο και τον τίτλο σε έντονη γραμματοσειρά.
Ήταν η πρώτη φορά που οι Candlemass κυκλοφόρησαν ζωντανή ηχογράφηση, στην οποία κυριαρχεί η εποχή με τον Robert Lowe, κάτι που έδωσε στους οπαδούς τη δυνατότητα να ακούσουν πώς τα παλιά και νέα κομμάτια αποδίδονταν με τη δική του φωνή.
Η συναυλία στο Gagarin 205 θεωρείται σήμερα από πολλούς οπαδούς ένα από τα πιο δυνατά live της μπάντας εκτός Σουηδίας και όχι άδικα – για κάποιους, ήταν η νύχτα που απέδειξε πως οι Candlemass μπορούσαν να συνδυάσουν την κληρονομιά τους με την τρέχουσα δυναμική τους χωρίς κανένα συμβιβασμό.
Το DVD περιλάμβανε συνεντεύξεις και στιγμές από τα παρασκήνια, κάτι που το έκανε ιδιαίτερο για τους οπαδούς που δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν.
Η κυκλοφορία αποτέλεσε την τελευταία full-length live εμφάνιση που κυκλοφόρησαν οι Candlemass με τον Robert Lowe στα φωνητικά.
PSALMS FROM THE DEAD

Όταν οι Candlemass μπήκαν στο στούντιο για το “Psalms for the Dead”, γνώριζαν ήδη ότι ο δίσκος θα σηματοδοτούσε το τέλος μιας εποχής. Ο Leif Edling είχε μιλήσει ανοιχτά πως αυτή θα ήταν η τελευταία ολοκληρωμένη στούντιο δουλειά της μπάντας – όχι ως διάλυση, αλλά σαν μια συνειδητή απόφαση να κλείσει ένας κύκλος που ξεκινούσε από το “Epicus Doomicus Metallicus “και έφτανε ως εδώ. Ο ίδιος το χαρακτήρισε «κύκνειο άσμα στούντιο για τους Candlemass», ένα άλμπουμ που ήθελε να αποτυπώσει όλη τη σκοτεινή, επική τους ταυτότητα σε δέκα τραγούδια. «Δεν θέλω να γίνουμε μία μπάντα που θα κυκλοφορεί μέτριους δίσκους μόνο και μόνο για να παραμένει ενεργή. Προτιμώ να κλείσουμε τον κύκλο μας με κάτι δυνατό».
Οι ηχογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν στο B.A.M. Studios στη Στοκχόλμη, με παραγωγό τον ίδιο τον Edling, σε συνεργασία με τον Andy Sneap για το μιξάρισμα και τον Sören von Malmborg στο mastering. Το συγκρότημα μπήκε στις πρόβες με μια σαφή πρόθεση. Να γράψουν έναν δίσκο που δεν θα λειτουργούσε ως πείραμα ή αναζήτηση νέων κατευθύνσεων, αλλά ως συμπύκνωση της κληρονομιάς τους. Στις πρώτες δηλώσεις του, ο Edling εξήγησε: «Ήθελα οι στίχοι να έχουν το σκοτάδι και τη βαρύτητα του παρελθόντος μας. Να είναι σαν ψαλμοί για το τέλος των πραγμάτων».
Ο Robert Lowe βρέθηκε για τρίτη φορά στο στούντιο με τους Σουηδούς και η παρουσία του έδωσε μια θεατρικότητα που ταίριαξε με τις βαριές συνθέσεις. Ο ίδιος σχολίασε: «Με το “King of the Grey Islands” ήμουν ξένος ακόμα. Στο “Death Magic Doom” βρήκα τη θέση μου. Στο “Psalms for the Dead” ένιωσα ότι τραγουδούσα ιστορίες που μπορούσαν να σταθούν δίπλα στα παλιά classics». Το εναρκτήριο «Prophet» έθεσε τον τόνο με την απειλητική του εισαγωγή, ενώ τραγούδια όπως το «The Sound of Dying Demons» και το «Waterwitch» θύμιζαν γιατί οι Candlemass παρέμεναν σημείο αναφοράς στο doom. Το ομότιτλο κομμάτι λειτούργησε σχεδόν σαν ύστατη προσευχή, μια σκοτεινή λειτουργία που έκλεινε τον δίσκο με βάρος και μελαγχολία.

Η κυκλοφορία αυτή, όμως, συνέπεσε με μια κρίσιμη αλλαγή. Στις 2 Ιουνίου 2012, λίγες μέρες πριν βγει ο δίσκος, οι Candlemass ανακοίνωσαν ότι χώριζαν τους δρόμους τους με τον Robert Lowe. Ο Edling ήταν κατηγορηματικός: «Ήταν μια δύσκολη απόφαση, αλλά τα live φωνητικά του Robert δεν ήταν πλέον στο επίπεδο που έπρεπε. Δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε έτσι, δεν ήταν δίκαιο για το κοινό». Σε άλλη συνέντευξη τόνισε ότι τα προβλήματα είχαν φανεί ήδη από τις περιοδείες του 2011, μιλώντας για εμφανείς αδυναμίες στη σκηνή. Ο ίδιος ο Lowe κράτησε χαμηλούς τόνους, λέγοντας μόνο ότι «λυπάται για το timing», αλλά αποδέχτηκε πως η συνεργασία είχε φτάσει στο τέλος της. Ο Edling, από την πλευρά του, ανέφερε πως «ο Mats Levén μας έσωσε κυριολεκτικά εκείνη τη στιγμή», αναλαμβάνοντας αμέσως τα φωνητικά για τις επερχόμενες συναυλίες.
Κριτικές για το άλμπουμ αναγνώρισαν τη δύναμή του, αλλά και το τελικό του βάρος. Το Metal Hammer το χαρακτήρισε «σκοτεινό απολογισμό μιας μπάντας που δεν χρειαζόταν πλέον να αποδείξει τίποτα», ενώ άλλοι συντάκτες σημείωσαν ότι «αν δεν είναι το καλύτερο, σίγουρα είναι το πιο συνειδητά τελικό άλμπουμ των Candlemass». Η ίδια η μπάντα δεν σταμάτησε τις δραστηριότητες μετά, αλλά η απόφαση να μην ξαναηχογραφήσει στούντιο δίσκο, έδωσε στο “Psalms for the Dead” μια ιδιότυπη θέση στη δισκογραφία τους – ως το κλείσιμο ενός κεφαλαίου που κράτησε σχεδόν τριάντα χρόνια.
Το εξώφυλλο, δουλειά του Erik Rovanperä, παρουσιάζει έναν σκελετό με φωτοστέφανο και άμφια, σαν έναν άγιο που διαβάζει ψαλμούς. Η εικόνα, με το έντονο κοντράστ φωτός και σκιάς, λειτουργεί σαν εικαστικό memento mori: ένας άγιος του θανάτου, που στέκεται ανάμεσα στο ιερό και το μακάβριο. Ο Edling είχε σχολιάσει ότι ήθελε «κάτι απλό, σχεδόν αρχέγονο, που να κοιτάζει κατευθείαν τον ακροατή», αποτυπώνοντας έτσι ιδανικά τη θεματολογία του δίσκου.
Η Nuclear Blast κυκλοφόρησε το “Psalms for the Dead” στις 8 Ιουνίου 2012, σε CD, βινύλιο και περιορισμένη digibook έκδοση με bonus DVD που περιλάμβανε υλικό από την περιοδεία.
Στο DVD περιλαμβανόταν συνέντευξη του Edling, όπου εξηγούσε γιατί αυτός θα ήταν ο τελευταίος δίσκος. «Δεν μπορώ να το ξαναπεράσω αυτό. Η διαδικασία ηχογράφησης με σκοτώνει. Θέλω να ζήσω λίγο παραπάνω».
Το άλμπουμ ανέβηκε στο Νο 36 των σουηδικών charts και στο Νο 58 των γερμανικών, επιβεβαιώνοντας ότι η μπάντα είχε ακόμα ισχυρό εμπορικό εκτόπισμα.
Ο τίτλος “Psalms for the Dead” επιλέχθηκε από τον Edling γιατί, όπως είπε, «συμπυκνώνει την ιδέα ότι αυτό που κάνουμε είναι σαν ψαλμοί για το τέλος, τραγούδια για τους νεκρούς, αλλά και για εμάς που φτάνουμε στο τέλος ενός ταξιδιού».
THE DOOR TO DOOM

Μετά το “Psalms for the Dead”, ο Leif Edling είχε δηλώσει ότι εκείνο θα ήταν το τελευταίο στούντιο άλμπουμ των Candlemass. Η υγεία του είχε κλονιστεί σοβαρά λόγω του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης, μια ασθένεια που τον κράτησε μακριά από τις περιοδείες και για μεγάλα διαστήματα ακόμα και από την ίδια τη σκηνή. Δεν σταμάτησε όμως ποτέ να γράφει μουσική. Στο σπίτι του, με αργούς ρυθμούς, συνέχιζε να συνθέτει riff και στίχους, υλικό που θα γινόταν αργότερα η βάση για το “The Door to Doom”. Παράλληλα, οι Candlemass κυκλοφόρησαν δύο EP, το “Death Thy Lover” (2016) για τα τριάντα χρόνια του “Epicus Doomicus Metallicus” και το “House of Doom” (2018), κρατώντας ζωντανή τη σχέση τους με το κοινό και δίνοντας μια γεύση από το τι θα ακολουθούσε.
Η μεγάλη ανατροπή ήρθε το φθινόπωρο του 2018, όταν η μπάντα ανακοίνωσε επίσημα στο Facebook «Είμαστε χαρούμενοι να ανακοινώσουμε ότι ο Johan Längqvist επιστρέφει στους Candlemass. Θα τραγουδήσει στο νέο άλμπουμ και θα συμμετέχει στις συναυλίες». Ήταν η επιστροφή της πρώτης φωνής του “Epicus…”, τριάντα δύο χρόνια μετά. Ο Edling παραδέχτηκε πως η δήλωσή του, ότι δεν θα υπάρξει άλλος δίσκος, ήταν βιαστική. «Ήταν λάθος μας να το πούμε. Με δυνατό τραγουδιστή και νέο υλικό, θα ήταν ανόητο να μην το κάνουμε». Για τον ίδιο, η παρουσία του Johan δεν ήταν μια νοσταλγική επιλογή, αλλά η πιο φυσική φωνή για τα τραγούδια που είχε ήδη γράψει.

Το “The Door to Doom” ηχογραφήθηκε το 2018 στα Deep Well και Brick HitHouse Studios, με παραγωγό τον Marcus Jidell. Τη μίξη ανέλαβε ο Niklas Flyckt και το mastering ο Svante Forsbäck. Το εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο Erik Rovanperä και επανέφερε το εμβληματικό κρανίο που συνδέεται με την ιστορία των Candlemass, αυτή τη φορά σε μια πιο μοντέρνα και σκοτεινή εκδοχή. Ο Rovanperä είχε δηλώσει ότι στόχος του ήταν να τιμήσει το παρελθόν, αλλά και να δώσει στο κρανίο μια νέα δυναμική, σαν σύμβολο που δεν χάνει ποτέ τη δύναμή του.
Κεντρική στιγμή του δίσκου υπήρξε το κομμάτι “Astorolus – The Great Octopus”, με τη συμμετοχή του Tony Iommi. Ο Edling δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του. «Ο Tony Iommi είναι ο νούμερο ένα. Ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα να παίξει σε δικό μας τραγούδι». Ο ίδιος ο Iommi ανέφερε «Όταν μου ζήτησαν να παίξω ένα σόλο, το έκανα με χαρά. Το ηχογράφησα στο στούντιό μου και το έστειλα στη μπάντα». Η συνεργασία αυτή χάρισε στους Candlemass την πρώτη τους υποψηφιότητα για Grammy το 2020, στην κατηγορία Best Metal Performance. Αν και το βραβείο κατέληξε στους Tool, η υποψηφιότητα ήταν από μόνη της ιστορική στιγμή.

Μουσικά, το “The Door to Doom” ακούγεται σαν επιστροφή στις ρίζες, με σαφείς αναφορές στο “Epicus…” και στο “Nightfall”, αλλά με μια σύγχρονη παραγωγή που τονίζει τη δύναμη των riff και τη φωνή του Johan. Τραγούδια όπως τα “Splendor Demon Majesty”, “Under the Ocean” και “Bridge of the Blind”, επιβεβαιώνουν ότι οι Candlemass δεν επέστρεψαν για να αναπαραστήσουν το παρελθόν, αλλά για να συνεχίσουν να το γράφουν. Ο Edling είχε πει χαρακτηριστικά «Αυτός ο δίσκος είναι doom στη βασική του μορφή, το ίδιο πνεύμα με τα 80’s».
Οι κριτικές υποδέχτηκαν τον δίσκο με ενθουσιασμό. Το Metal Hammer τον χαρακτήρισε «την πιο δυνατή στιγμή των Candlemass εδώ και δεκαετίες», ενώ άλλα έντυπα μίλησαν για «επιστροφή που δεν ακούγεται ως νοσταλγία αλλά ως νέα αρχή». Για τους ίδιους τους Candlemass, το “The Door to Doom” ήταν η απόδειξη ότι ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, η φλόγα που άναψαν με το “Epicus…” εξακολουθεί να καίει το ίδιο δυνατά.
Η κυκλοφορία έγινε στις 22 Φεβρουαρίου 2019 από τη Napalm Records, σε CD, βινύλιο και περιορισμένες εκδόσεις με bonus υλικό. Το άλμπουμ κατέλαβε υψηλές θέσεις στα charts της Ευρώπης και έδωσε το έναυσμα για μια νέα περίοδο συναυλιών, αυτή τη φορά με τον Johan στη σκηνή.
Ο Edling, παρά τα προβλήματα υγείας, δήλωσε: «Ήταν μια δύσκολη διαδρομή μέχρι εδώ. Αλλά με αυτό το άλμπουμ νιώθω ότι οι Candlemass έπρεπε να επιστρέψουν. Και επιστρέψαμε».
Ήταν η πρώτη φορά που ο Johan Längqvist ανέβηκε στη σκηνή με τους Candlemass, αφού το 1986 είχε περιοριστεί αποκλειστικά στην ηχογράφηση του “Epicus Doomicus Metallicus”, χωρίς να κάνει ποτέ live μαζί τους.
Η κυκλοφορία συνοδεύτηκε από συλλεκτικά βινύλια και ειδικές εκδόσεις, κάτι που έδειξε τη στήριξη και την επένδυση της Napalm Records στην επιστροφή της μπάντας.
SWEET EVIL SUN

Μετά το “The Door to Doom”, που έφερε ξανά τους Candlemass στο επίκεντρο, η μπάντα μπήκε σε μια νέα φάση δημιουργίας. Ο Leif Edling, παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας, που τον κρατούσαν μακριά από τις περιοδείες, συνέχισε να συνθέτει μεθοδικά, μετατρέποντας την καθημερινή πάλη με το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης σε καύσιμο για νέες ιδέες. Όπως είχε δηλώσει, η διαδικασία του γραψίματος ήταν ο τρόπος του «να κρατά το σκοτάδι σε απόσταση». Μέσα σε δεκαοκτώ μήνες είχε ολοκληρώσει τον πυρήνα του νέου δίσκου, που θα έπαιρνε τον τίτλο “Sweet Evil Sun”.
Ηχογραφήσεις έγιναν στο NOX Studio στη Στοκχόλμη, με τον Marcus Jidell στην παραγωγή. Ο ήχος κράτησε την ωμή και βαριά ταυτότητα της μπάντας, χωρίς περιττά στολίδια, δίνοντας χώρο στα riff να κυριαρχήσουν και στη φωνή του Johan Längqvist να ξεδιπλώσει τη δραματικότητά της. Το αποτέλεσμα ήταν ένας δίσκος που δεν προσπάθησε να επαναπροσδιορίσει το doom, αλλά να το ενσαρκώσει ξανά στη βασική του μορφή.
Το εξώφυλλο, δουλειά του Erik Rovanperä, επανέφερε το εμβληματικό κρανίο των Candlemass, αυτή τη φορά σε μωβ αποχρώσεις, με έναν σταυρό χαραγμένο στο μέτωπο και φόντο που θυμίζει εκτυφλωτικό ήλιο. Η εικόνα συμβόλιζε την αιώνια μάχη ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, μια θεματική που αντανακλάται και στους στίχους του άλμπουμ.
Το ομώνυμο κομμάτι “Sweet Evil Sun” μιλά για τη λαχτάρα του φωτός όταν όλα γύρω βυθίζονται, ενώ το “Scandinavian Gods” σχολιάζει με αιχμηρό χιούμορ τον μύθο και την εικόνα της βόρειας «θεότητας» μέσα από την οπτική μιας μπάντας που ξέρει πια πώς να ισορροπεί ανάμεσα στην ειρωνεία και τη σοβαρότητα. Το “When Death Sighs” ξεχωρίζει για την ατμοσφαιρική συμμετοχή της Jennie-Ann Smith από τους Avatarium, που προσδίδει σχεδόν τελετουργικό βάθος στον ήχο.

Οι κριτικές υποδέχτηκαν το “Sweet Evil Sun” σαν μια ώριμη δήλωση συνέχειας. Δεν ήταν ένας δίσκος-ανατροπή, αλλά μια υπενθύμιση ότι οι Candlemass παραμένουν οι αδιαμφισβήτητοι πρεσβευτές του doom. Ο Edling το περιέγραψε ως «ένα άλμπουμ για μάχη, ελπίδα και φθορά» – και πράγματι, κάθε τραγούδι μοιάζει να λειτουργεί σαν ύμνος αντίστασης απέναντι στον χρόνο.
Η κυκλοφορία έγινε από τη Napalm Records στις 18 Νοεμβρίου 2022, σε CD, βινύλιο και συλλεκτικές εκδόσεις.
Ο Leif Edling, μιλώντας λίγο πριν το release, τόνισε: «Δεν θέλαμε να κάνουμε κάτι περίπλοκο ή να αποδείξουμε ξανά ποιοι είμαστε. Θέλαμε απλώς να γράψουμε δέκα δυνατά doom τραγούδια που να μιλάνε στον κόσμο μας».
Στα παρασκήνια, η χημεία της μπάντας παρέμεινε σταθερή· δεν υπήρξαν αλλαγές στη σύνθεση, κάτι που συνέβαλε σε έναν δίσκο πιο δεμένο από ποτέ.
Το “Sweet Evil Sun” δείχνει ότι, ακόμα και τέσσερις δεκαετίες μετά, οι Candlemass συνεχίζουν να στέκονται σαν το σταθερότερο μνημείο του επικού doom.
Μετά την κυκλοφορία του “Sweet Evil Sun” τον Νοέμβριο του 2022, οι Candlemass βγήκαν ξανά στον δρόμο. Οι πρώτες εμφανίσεις στη Σκανδιναβία και σε μεγάλα φεστιβάλ της Ευρώπης έδειξαν πως η μπάντα δεν αντιμετώπιζε το νέο άλμπουμ ως ένα «κεφάλαιο περασμένο», αλλά ως ζωντανό κομμάτι του σετ, που στεκόταν ισάξια δίπλα στα διαχρονικά “Mirror Mirror” και “Solitude”. Το 2023 οι Σουηδοί ανακοίνωσαν μια περιορισμένη περιοδεία στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ, μια σπάνια χειρονομία προς το αμερικανικό κοινό, που αγκαλιάστηκε με ενθουσιασμό. Οι κριτικές μιλούσαν για μια μπάντα «σε απόλυτη φόρμα», που κατάφερνε να δείχνει τόσο σύγχρονη όσο και διαχρονική.
Το 2024 κύλησε χωρίς μεγάλες κυκλοφορίες αλλά με σταθερή παρουσία σε φεστιβάλ. Ο Edling, παρά τα γνωστά προβλήματα υγείας, συνέχισε να δουλεύει πάνω σε νέο υλικό στο σπίτι του, τροφοδοτώντας με ιδέες το συγκρότημα και δηλώνοντας πως το γράψιμο παραμένει «η αναπνοή του». Η ανακοίνωση του νέου EP “Black Star” για το 2025 απέδειξε ότι το δημιουργικό ποτάμι δεν έχει στερέψει. Παράλληλα, οι δηλώσεις της μπάντας για την επερχόμενη εμφάνιση στην Ελλάδα με τον Messiah Marcolin τόνισαν τον εορταστικό χαρακτήρα των σαράντα χρόνων: ένα γεγονός-σύμβολο, το οποίο θα καταγραφεί οπτικοακουστικά και θα μείνει ως μοναδικό μνημείο στη δισκογραφία τους.

Η προοπτική αυτής της συναυλίας, με τον Marcolin να ανεβαίνει ξανά στο σανίδι δίπλα στους παλιούς συντρόφους του, μοιάζει σαν επιστροφή σε μια εποχή που διαμόρφωσε τον θρύλο τους. Ταυτόχρονα, η τωρινή παρουσία του Johan Längqvist και η αδιάλειπτη δημιουργία νέου υλικού δείχνουν ότι οι Candlemass δεν είναι μια μπάντα παγιδευμένη στην ίδια της τη νοσταλγία· είναι ένα σχήμα που γιορτάζει το παρελθόν του ενώ χτίζει το μέλλον.
Σαράντα χρόνια μετά το ξεκίνημα στο Upplands Väsby, οι Candlemass δεν είναι απλώς οι δημιουργοί ενός μουσικού ιδιώματος. Είναι οι φύλακες μιας παράδοσης που δεν έσβησε ποτέ, αλλά και οι πρωτοπόροι που συνεχίζουν να τη γράφουν εκ νέου. Από το σκοτεινό “Epicus Doomicus Metallicus”, που βάφτισε το epic doom, στο αριστουργηματικό “Nightfall”, που το ανύψωσε σε τέχνη, κι από την αναγέννηση του “The Door to Doom” μέχρι την ώριμη δύναμη του “Sweet Evil Sun”, η ιστορία τους μοιάζει με μια διαρκή αναγέννηση.
Οι διαδοχικές αλλαγές μελών, οι επανενώσεις, οι συγκρούσεις και οι συμφιλιώσεις, όλα έμοιαζαν κάθε φορά να είναι το τέλος – και κάθε φορά γίνονταν η αρχή για κάτι νέο. Οι Candlemass κατόρθωσαν να αποδείξουν ότι το doom metal δεν είναι περιορισμός, αλλά σύμπαν ολόκληρο. Ένα σύμπαν όπου η απόγνωση γίνεται τέχνη, όπου οι σκιές αποκτούν μορφή και οι ήχοι χτίζουν καθεδρικούς ναούς από riff.

Σήμερα, με το “Sweet Evil Sun” ακόμη φρέσκο, το “Black Star” στον ορίζοντα και τη μεγάλη επανένωση με τον Messiah στην Αθήνα να πλησιάζει, η μπάντα στέκεται ξανά μπροστά σε ένα σταυροδρόμι που δεν είναι ούτε αρχή ούτε τέλος – είναι συνέχεια. Η βαριά καταδίκη, που ξεκίνησε το 1986, δεν ήταν ποτέ κατάρα· ήταν όραμα. Και τώρα, τέσσερις δεκαετίες μετά, η φλόγα τους καίει με τον ίδιο τρόπο: αργά, σταθερά, αμείλικτα.
Οι Candlemass δεν υπήρξαν ποτέ ένα απλό συγκρότημα. Υπήρξαν μύθος εν ζωή. Και όσο οι καμπάνες των τραγουδιών τους εξακολουθούν να ηχούν, θα θυμίζουν σε κάθε γενιά ότι το doom δεν είναι μόδα, ούτε αναβίωση. Είναι μνήμη, τελετουργία και προφητεία. Είναι ο ήχος του χρόνου που βαραίνει πάνω μας – και το αντίβαρο που μας δίνει τη δύναμη να συνεχίσουμε.
Και όταν οι γενιές θα περνούν και ο χρόνος θα σβήνει μνήμες και ονόματα, ένα σύμβολο θα μένει αναλλοίωτο. Το κρανίο των Candlemass, να υψώνεται αγέρωχο μέσα από τέσσερις δεκαετίες σκοτάδι και φως, μνημείο αθάνατο, σαν καμπάνα που αντηχεί αδιάκοπα, υπενθυμίζοντας ότι ο θρύλος τους μένει ζωντανός.
Διονύσης Μεταλλουργός
Άννα Δήμου